Ο σημαντικότερος ηγέτης της Επανάστασης του 1821, πλάι στον Θοδωράκη Κολοκοτρώνη και απολύτως απαραίτητο συμπλήρωμά του, ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας. Λέω της Επανάστασης, γιατί όταν έφτασε στην Ελλάδα ο Κυβερνήτης, στις 6 Ιανουαρίου 1828, αυτή συνεχιζόταν, με αμείωτη ένταση, και κάθε άλλο παρά είχε κριθεί. Όσοι νομίζουν ότι τα πάντα τελείωσαν με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (Αύγουστος 1827) κάνουν πολύ μεγάλο λάθος. Πρώτον, γιατί οι σκληρές μάχες συνεχίστηκαν τουλάχιστον για ένα χρόνο ακόμα στην Πελοπόννησο, έως την άφιξη του Γαλλικού εκστρατευτικού σώματος και την αποχώρηση του Ιμπραήμ και, ακόμα σκληρότερες σε ολόκληρη τη Ρούμελη, έως το Φθινόπωρο του 1829 (μάχη της Πέτρας, 12 Σεπτεμβρίου). Δεύτερον, γιατί η συμπερίληψη της Στερεάς Ελλάδας στο υπό ίδρυση κρατίδιο δεν ήταν δεδομένη. Έπρεπε να υπάρξει ένας επίμονος και ακούραστος συνδυασμός αιματηρών πολεμικών επιχειρήσεων στο εσωτερικό και διπλωματίας σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, έως ότου αναγνωριστεί, χωρίς περικοπές, το maximum της έκτασης του νεοελληνικού κρατιδίου, που διεκδικούσε τότε η Επανάσταση. Όπως κι έγινε, υπό την εξαιρετική καθοδήγηση του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.
Αλλά ο Καποδίστριας δεν πρόσφερε μονάχα αυτά – τα οποία είναι αμφίβολο αν τα κατάφερνε κάποιος άλλος στη θέση του. Κυβέρνησε 3 χρόνια και εννέα μήνες, παραλαμβάνοντας μια κυριολεκτικά χαώδη κατάσταση. Το έργο που άφησε πίσω του μέχρι τη δολοφονία του (9 Οκτωβρίου 1931) υπήρξε πραγματικά τιτάνιο. Μεταξύ άλλων:
- Ίδρυσε Εθνικό Νομισματοκοπείο και καθιέρωσε τον φοίνικα ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το τουρκικό γρόσι.
- Καθιέρωσε φορολογικό σύστημα, ιδιαίτερα «σκληρό» για τις πλούσιες τάξεις των κοτζαμπάσηδων τού Μοριά και των εφοπλιστών τής Ύδρας.
- Ίδρυσε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, επικεφαλής της οποίας τέθηκε ο Γεώργιος Σταύρου.
- Οργάνωσε τη Δικαιοσύνη και όρισε ότι τα «δικαστήρια ακολουθούν τούς νόμους των αυτοκρατόρων, περιεχομένους εις τήν Εξάβιβλον τού Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου ή Πρόχειρον». Δημιούργησε τό θεσμό τού εισαγγελέα ως δημόσιου συνηγόρου. Συγκρότησε ειρηνοδικεία στις μεγάλες πόλεις και πρωτοδικεία στις έδρες των νομών.
- Έλαβε κατασταλτικά μέτρα κατά τής πειρατείας (το έργο ανέλαβε ο Ανδρέας Μιαούλης και το ολοκλήρωσε μέσα σε λίγες βδομάδες)
- Ίδρυσε τα αλληλοδιδακτικά σχολεία. Τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και το Πρότυπον Σχολείον, τριετούς εκπαίδευσης, όπου φοιτούσαν οι άριστοι των «αλληλοδιδακτικών»
- Ίδρυσε ορφανοτροφείο, στην Αίγινα.
- Ίδρυσε Εθνική Βιβλιοθήκη
- Ίδρυσε Εθνικό Τυπογραφείο
- Ίδρυσε Εκκλησιαστική Σχολή
- Ίδρυσε Ελληνική Ταχυδρομική Υπηρεσία
- Ίδρυσε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και Μουσείο Φυσικών Επιστημών
- Φρόντισε για κατασκευή ναυπηγείων στο Ναύπλιο και τον Πόρο
- Ίδρυσε την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η πρώτη απογραφή πληθυσμού, ιδρυμάτων κλπ.
- Φρόντισε για την ανοικοδόμηση της Τρίπολης, των Πατρών, του Μεσολογγίου και άλλων πόλεων, έργο που ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Βούλγαρης
- Ίδρυσε Γεωργική Σχολή, στην Τίρυνθα. Φρόντισε για την εισαγωγή του γεωμήλου (πατάτα) στην ελληνική παραγωγή
- Προχώρησε στη διοικητική διάρθρωση του νέου κράτους (νομοί)
- Φρόντισε για την κατασκευή δρόμων
- Πέτυχε την μετατροπή των ατάκτων ενόπλων σε τακτικό στρατό και εξασφάλισε τα μέσα για τη συντήρηση και τον εξοπλισμό του, στοιχεία καθοριστικά για την επιτυχή ολοκλήρωση των στόχων της Επανάστασης.
Φυσικά οι υπηρεσίες του Καποδίστρια στην Επανάσταση είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Γράφει η Ελένη Κούκκου στο βιβλίο της Ιωάννης Καποδίστριας Ρωξάνδρα Στούρτζα:
Στις 12 Μαΐου 1821 οι σύνεδροι στο Laibach υπέγραψαν κοινή διακήρυξη, όπου τονιζόταν η σταθερή απόφαση όλων των αρχηγών των κρατών να καταστέλλουν με όλα τα μέσα ακόμα και με τη βία, κάθε ανταρσία, να καταπνίγουν τις συνωμοσίες, τις κοινωνικές αναταραχές και τις επαναστάσεις, πού θα έβαζαν σε κίνδυνο την ησυχία και την ειρήνη του ευρωπαϊκού χώρου. Η ομόφωνη υπογραφή από όλους τούς συνέδρους του κειμένου αυτής της διακηρύξεως αποτελούσε νίκη τής αυστριακής πολιτικής και κυρίως νίκη τού εμπνευστού και συντάκτη της (σημ: του Μέττερνιχ).
Ήταν όμως ασυγκρίτως μεγαλύτερο τι διπλωματικό επίτευγμα και η λαμπρή νίκη πού επέτυχε ο Καποδίστριας, με μία καταπληκτική αγόρευση. Διαφοροποίησε, με αναντίρρητα επιχειρήματα, τα κινήματα τής Ισπανίας και τής Ιταλίας από τα ελληνικά. Στις χώρες αυτές ήταν κινήματα αντικαθεστωτικά. Τα ελληνικά κινήματα δεν ήταν αντικαθεστωτικά. Ήταν εθνικοαπελευθερωτικά. Ένας λαός πολιτισμένος, πού είχε διδάξει στον κόσμο τις υψηλές έννοιες τής Δημοκρατίας και τής Ελευθερίας, στέναζε επί αιώνες κάτω από την απάνθρωπη δουλεία των Τούρκων. Επομένως, είχαν κάθε δικαίωμα να επαναστατήσουν για να αποτινάξουν τη σκλαβιά και να αποκτήσουν την ποθητή ελευθερία τους. Η έκκλησή τους προς τούς ισχυρούς της γης ήταν κραυγή ελευθερίας. Επομένως δεν μπορούσαν να ταυτίσουν τα δύο αυτά γεγονότα. Δεν μπορούσαν να τα αντιμετωπίσουν με τον ίδιο τρόπο.«Αι τυφλαί βιαιοπραγίαι τής Πύλης έσπρωχναν τούς Έλληνας εις απεγνωσμένην αντίστασιν. Ο αγών των Ελλήνων αποτελεί άμυνα εναντίον τής τουρκικής θηριωδίας και των συνεχιζομένων σφαγών». Επομένως η νομιμότητα βρισκόταν με το μέρος των Ελλήνων. Εκείνοι πού αποτελούσαν απειλή για την ειρήνη τής Ευρώπης ήταν οι Τούρκοι. Όχι οι Έλληνες. Ουσιαστικά το θέμα είχε πάρει διαστάσεις πολέμου τού Ισλάμ εναντίον τού Χριστιανισμού. Τα χριστιανικά κράτη τής Ευρώπης είχαν χρέος να επέμβουν θετικά και να προστατεύσουν τούς χριστιανικούς πληθυσμούς των επαναστατημένων περιοχών τής Ελλάδος και των Ηγεμονιών τής Μολδοβλαχίας από τούς διωγμούς και τις βιαιότητες των αλλοθρήσκων.
Καθένας αντιλαμβάνεται την πολιτική σημασία αυτής της αγόρευσης εκ μέρους του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας, τον Μάιο του 1821, στο καταθλιπτικό για την Ελληνική Επανάσταση Laibach. Ωστόσο, την επόμενη χρονιά ο Καποδίστριας αποχώρησε και εγκαταστάθηκε ως ιδιώτης στην Ελβετία. Κάτι που έκανε τον Μέττερνιχ να θριαμβολογεί γράφοντας στον στρατηγό Μαίτλαντ, Βρετανό διοικητή των Επτανήσων:«Στρατηγέ μου, η αρχή τού κακού ξεριζώθηκε, ο κόμης Καποδίστριας ετάφη για το υπόλοιπο τής ζωής του». Ευτυχώς για την Επανάσταση, ο μόλις 46χρονος τότε Καποδίστριας κάθε άλλο παρά «ετάφη».
Γράφει η Ελένη Κούκκου:
Ο Καποδίστριας έδινε μεγάλους διπλωματικούς αγώνες για την αναγνώριση τής Ελλάδος ως ανεξάρτητο κράτος. Στην Ευρώπη συναντούσε τεράστιες αντιδράσεις από διπλωμάτες πού ήθελαν την Ελλάδα κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Πολλοί από αυτούς αμφισβητούσαν την ελληνικότητα των Ελλήνων λόγω των ξενικών επιδράσεων πού είχαν τόσα χρόνια δεχθεί. Να λοιπόν τι απάντησε στις 17 Σεπτεμβρίου 1827, στον Άγγλο υφυπουργό Πολέμου Ουίλλμοτ Όρτον στό ερώτημα «Τι θα πρέπει να εννοήσουμε σήμερα όταν μιλάμε για την Ελλάδα;» Ο Καποδίστριας απάντησε:
«Το Ελληνικόν Έθνος αποτελείται από ανθρώπους, οι οποίοι από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν να ομολογούν την πιστότητά τους στην ορθόδοξη πίστη τους, δεν σταμάτησαν ποτέ να ομιλούν την γλώσσα των πατέρων τους, την ελληνική, και παρέμειναν ακλόνητοι υπό την πνευματική ή κοσμική δικαιοδοσία τής εκκλησίας τους, σε οποιοδήποτε μέρος τής τουρκοκρατουμένης πατρίδας τους και αν ευρίσκονταν.»
Και στο ερώτημα για το ποια θα έπρεπε να είναι τα γεωγραφικά σύνορα τής Ελλάδος, απήντησε: «Τα σύνορα τής Ελλάδος, εδώ και τέσσερις αιώνες, από την πτώση τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έχουν οροθετηθεί από ακλόνητα δικαιώματα, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε οι ανυπολόγιστες συμφορές από τούς Τούρκους, ούτε η πολεμική κατάκτηση κατόρθωσαν ποτέ να παραγράψουν. Χαράχθηκαν δε αυτά τα σύνορα από το 1821 από το αίμα το ελληνικό, πού χύθηκε στις σφαγές των Κυδωνιών, τής Κύπρου, τής Χίου, τής Κρήτης, των Ψαρών, τού Μεσολογγίου και στις πολυάριθμες ναυμαχίες και πεζομαχίες, στις οποίες δοξάσθηκε τούτο το έθνος. Τα πραγματικά σύνορα τής Ελλάδος ήταν εκείνα πού περιέγραψε ο Έλλην γεωγράφος Στράβων: από την Πελοπόννησο ως την Μακεδονία και την Ήπειρο ως τούς Άγιους Σαράντα, από τα νησιά τού Ιονίου και τού Αιγαίου πελάγους ως και την Μικρά Ασία. Αυτά ήταν τα ιστορικά και φυσικά σύνορα τής Ελλάδος, τα οποία οι Έλληνες είχαν ιερό χρέος να διεκδικήσουν.
Αυτό το ιερό και απαραβίαστο χρέος δεν επέτρεπε στην Ελλάδα να περιορίσει ή να σμικρύνει και στο ελάχιστο τα όρια τής χώρας της. Αν τα ωμά συμφέροντα των ισχυροτέρων χωρών την αναγκάσουν να σιγήσει αυτό τα χρέος, τότε οι Έλληνες θα έχουν δικαίωμα να αναρωτηθούν: Άραγε οι μεσίτριες Δυνάμεις φθάνουν στα σημείο να αναγκάσουν τούς Έλληνες να εγκαταλείψουν τούς ομογενείς αδελφούς τους στον βάρβαρο οθωμανικό ζυγό;
Οι προστάτριες Δυνάμεις, όσο και αν θέλουν να σταματήσουν τον πόλεμο, σύντομα θα καταλάβουν ότι η ειρήνευση τής Ανατολής δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει στερεά και διαρκής, εάν δεν στηρίζεται στη βάση τής γεωγραφικής δικαιοσύνης, και ας μη νομίζουν ότι είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μονάχα με τη δύναμη των διαπραγματεύσεων!»
Στο σημείο αυτό επισημαίνω στον αναγνώστη ότι αυτά λέγονται στα 1827 και ότι έχει σημασία να τα αξιολογούμε χωρίς τη βοήθεια της ύστερης γνώσης.
Φυσικά, άλλο οι οραματισμοί και άλλο η πραγματικότητα του 1828. Γράφει ο ίδιος ο Καποδίστριας, για τις πρώτες εντυπώσεις του από την Αίγινα, όπου εγκατέστησε αρχικά την κυβέρνησή του:
Είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφθασα εδώ εις την Αίγιναν, δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί. Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας, εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά κατεβασμένα από τες σπηλιές. Δεν ήτον το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Η γη εβρέχετο από δάκρυα. Εβρέχετο η μυρτιά και η δάφνη τού στολισμένου δρόμου από τον γιαλό ως την εκκλησία. Ανατρίχιαζα. Μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή τού λαού μου έσχιζε την καρδιά μου. Μαυροφορεμένες, γέροντες μου ζητούσαν να αναστήσω τούς αποθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω, και ότι δεν τους απέμεναν παρά εκείνα και εγώ.
Μπορούμε να φανταστούμε τη συγκλονιστική μετάβαση του Καποδίστρια από την υψηλή διπλωματία, από το τσαρικό αυτοκρατορικό περιβάλλον, έστω κι από την λιτή αλλά ήρεμη διαβίωση στην Ελβετία, στην πραγματικότητα της κατεστραμμένης Ελλάδας του 1828 – η οποία ουσιαστικά ακόμα δεν υπήρχε καν ως διεθνής κρατική οντότητα! Ωστόσο ο κυβερνήτης ήταν έτοιμος και αποφασισμένος:
Είμαι έτοιμος να προσφέρω και την τελευταία ρανίδα τού αίματός μου, αρκεί αυτή να συντελέσει στην απελευθέρωση τής Ελλάδος, στην πλήρη ανεξαρτησία τού ελληνικού κράτους, στη μόρφωση των Ελληνοπαίδων και στην ευτυχία τού ελληνικού λαού.
Και δεν ήταν μόνο λόγια. Έδινε πρώτος ο ίδιος το παράδειγμα της λιτότητας και της προσφοράς:
Ελπίζω ότι όσοι εξ’ υμών συμμετάσχουν εις την Κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει μεθ’ εμού ότι εις τας παρούσας περιπτώσεις, όσοι ευρίσκονται εις δημόσια υπουργήματα δεν είναι δυνατόν να λαμβάνουν μισθούς αναλόγως με τον βαθμό τού υψηλού υπουργήματός των και με τας εκδουλεύσεις των, αλλ’ ότι οι μισθοί ούτοι πρέπει να αναλογούν ακριβώς με τα χρηματικά μέσα, τα οποία έχει η Κυβέρνησις εις την εξουσίαν της. Εφ’ όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν δια να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και τού οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν.
Αναγνώστη και αναγνώστρια του διαδικτύου στα 2016 σε παρακαλώ να ξαναδιαβάσεις το προηγούμενο παράθεμα. Στη συνέχεια, για να το ελαφρύνουμε λίγο, ας δούμε τι γράφει ο Νικόλαος Δραγούμης, στις Ιστορικές Αναμνήσεις, για την πρώτη επίσκεψη στην Αίγινα:
Συνοδούς δε κατά την παρούσαν περιήγησιν είχε τον Γενικό Γραμματέα (Σπυρίδωνα Τρικούπη), τον Κολοκοτρώνην, τον Νικήταν, τον χαράξαντα το σχέδιον τής πόλεως Πατρών μηχανικόν Βούλγαρην, τούς δύο ιδιαιτέρους αυτού γραμματείς και τούς δύο νεωτέρους συντάκτας. Προηγείτο δε οδηγός ο κύριος των ταχυδρομικών ίππων, φορών ένδυμα ελληνικόν χρυσοπόρφυρον και αναβαίνων ίππον υψαύχενα. Και δια τούτον οι συρρέοντες εις προϋπάντησιν του Κυβερνήτου, συνειθισμένοι εις τας πολυτελείς και πομπικάς παρατάξεις των πασάδων και τας χρυσοϋφάντους στολάς των τετυφωμένων καπιταναίων και κοτζαμπασίδων, εκλαμβόντες τον κοκκινοφόρον καί κυδρούμενον ταχυδρόμον αντί του Κυβερνήτου, προσεκύνουν αυτόν πίπτοντες εις έδαφος.
Δέν εννόουν πώς ήτο δυνατόν αρχηγός έθνους να αναβαίνη ίππον κυφαγωγόν, ουχί ζωηρότερον του πώλου τού Ιησού, και να φορή ένδυμα ως οι πολλοί. Αλλ’ ουδέ αψίδες ή θριαμβικά τόξα ανηγείροντο ως σήμερον, ουδέ μουσικαί επαιάνιζον, ουδέ πυροτεχνήματα εξηκοντίζοντο εις ουρανούς, καθόσον αι επιδείξεις αύται, γινόμεναι επιμελεία και αξιώσει των αρχών, διαθρύπτουσι μεν την ματαιότητα, βλάπτουσιν όμως τους ηγέτας των εθνών, αποκρύπτουσαι το αληθές φρόνημα. Οι δε λαοί ακούοντες απροσδοκήτως ότι ήρχετο ο Κυβερνήτης, έτρεχον αυθόρμητοι εις προϋπάντησιν αυτού, ουχί κράζοντες γεγωνυία τή φωνή Ζήτω! αλλά κλαίοντες σφραγιζόμενοι δια τού σημείου τού σταυρού, και βάλλοντες μετανοίας και καίοντες λιβανωτόν και ευλογούντες τον Θεόν, τον σώσαντα αυτούς υπό τής δουλείας και τής ολεθριωτέρας αναρχίας.
Ιδών δε ο Κολοκοτρώνης ότι ο λαός προσεκύνει τον ταχυδρόμον Καρδαράν, πλησιάσας είπε:
– «Το πράγμα υπερεξοχώτατε, δεν πάγει καλά. Πρέπει ο κόσμος να γνωρίση τον Κυβερνήτη του.»
– «Και τι θέλεις να κάμω;»
– «Να βάλ’ η υπερεξοχότης σου την στολήν σου.»
Και πεζεύσας εις μικράν τινα και σκιεράν κοιλάδα, ανέλαβε την στολήν αυτού, πενιχροτέραν και της των δασονόμων της αντιβασιλείας.
Μάλιστα!
Βασίλης Κρεμμυδάς
https://enthemata.wordpress.com/2016/03/26/vkrem/
Μου αρέσει!Μου αρέσει!