Μακρόνησος

Ο Αλέξανδρος Ζαούσης για τη Μακρόνησο

f66488b24eb9e81563d5e4a615f5aa42

«Μακρόνησος ή Μακρονήσι, κατά τους αριστερούς. Την εποχή εκείνη, αλλά και σήμερα, η μία όχθη το ονόμασε ‘Εθνικόν Αναμορφωτήριον’, η άλλη ‘Κολαστήρι’ ή ‘Ελληνικό Νταχάου’. Χιλιάδες Έλληνες αριστεροί πέρασαν από εκεί και διατηρούν εφιαλτικές αναμνήσεις. Άλλοι όμως τις έχουν λησμονήσει. Απόδειξη η παρουσία τους σε ανώτατες θέσεις τής Πολιτείας και η συμμετοχή τους στα ανώτατα ή μεσαία κλιμάκια Κυβερνήσεων της σημερινής συντηρητικής παρατάξεως.

Υπάρχουν για το θέμα της Μακρονήσου ποικίλες και τελείως διιστάμενες απόψεις. Ένα όμως είναι βέβαιο. Ότι το θέμα αυτό κατοπτρίζει τον βαθύτατο διχασμό της εποχής του Εμφυλίου και το τρομερό μίσος που χώριζε τους Έλληνες.

Ουσιαστικά το στρατόπεδο της Μακρονήσου ιδρύθηκε στις αρχές του 1947, ύστερα από εισήγηση του τότε Αρχηγού του Επιτελείου, στρατηγού Βεντήρη. Αλλά η ύπαρξή του έγινε περισσότερο γνωστή το 1948, πιθανώς διότι τότε διογκώθηκε ο αριθμός των κρατουμένων και άρχισαν να διαρρέουν ευρύτερα οι πληροφορίες για κακοποιήσεις κρατουμένων κτλ. Υπάρχει μία εκδοχή, ότι η ίδρυση του στρατοπέδου ξεκίνησε από ένα περίεργο φαινόμενο. Ότι δηλαδή δημιουργήθηκαν έντονα παράπονα από στρατευσίμους, διότι μέχρι το καλοκαίρι του 1946 γινόταν ένα είδος εκλεκτικής στρατεύσεως. Εκαλούντο προς κατάταξη κυρίως εθνικόφρονες κληρωτοί και όχι αριστεροί. Οπότε οι εθνικόφρονες άρχισαν να διαμαρτύρονται, διότι με τον τρόπο αυτό οι κομμουνιστές και οι αριστεροί παρέμεναν στις πόλεις και τα χωριά αστράτευτοι. Και τελικά οι μεν εθνικόφρονες ντύνονταν στο χακί και άφηναν πίσω τους οικογένειες και δουλειά, ενώ οι αριστεροί γλίτωναν τη στράτευση και απολάμβαναν τα αγαθά της ζωής του πολίτη, με την εξαίρεση φυσικά των αριστερών οι οποίοι είχαν συλληφθεί ή εξοριστεί, και αυτοί δεν ήταν λίγοι. Κοντά στα παράπονα αυτά των εθνικοφρόνων υφίστατο και η ανησυχία ότι πολλοί από τους αστράτευτους κομμουνιστές βοηθούσαν τις παράνομες δραστηριότητες του κόμματός τους, στις πόλεις και τα χωριά.

Σύμφωνα πάντοτε με την εκδοχή αυτή, το φαινόμενο της εκλεκτικής στρατεύσεως μόνο των εθνικοφρόνων οδήγησε από το φθινόπωρο του 1946 σε τροποποίηση του τρόπου στρατολογίας, η οποία έγινε πλέον καθολική για όλους τους πολίτες. Οπότε αναπόφευκτα προέκυψε η ανάγκη διαχωρισμού των εριφίων από τα πρόβατα. Και ως λύση προκρίθηκε, το 1947, η ίδρυση του στρατοπέδου Μακρονήσου.

[Η εκδοχή αυτή δεν ευσταθεί απόλυτα. Διότι, όπως λέχθηκε κατά κόρον στα προηγούμενα, στην πραγματικότητα η πρόσκληση στρατευσίμων, αρχικά για την Εθνοφυλακή και αργότερα για τον ΕΣ, δεν γινόταν επιλεκτικά. Στα σημερινά κομμουνιστικά κείμενα υπάρχουν συνεχείς αναφορές για το υψηλό ποσοστό αριστερών μεταξύ των στρατευσίμων, για τους οποίους μάλιστα πολλά ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ πίστευαν ότι μπορούσαν άνετα να τους κερδίσουν με το μέρος των ανταρτών. Ο ίδιος ο Μπαρτζιώτας υποστηρίζει ότι το 1946 σε 6-7 ταξιαρχίες του ΕΣ η συντριπτική πλειοψηφία των φαντάρων ήταν κομμουνιστές και ότι υπήρχε πλήθος αριστερών και στις άλλες μονάδες. Το ίδιο και ο Γ. Μπλάνας (βλ. τόμ. Α΄, σελ. 150).

Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι, όταν το καλοκαίρι του 1946 σημειώθηκαν σοβαρές στασιαστικές ενέργειες υπαξιωματικών και οπλιτών, ιδιαίτερα στο Β΄ Σώμα Στρατού στην περιοχή Κοζάνης (βλ. τόμ. Α΄, σελ. 151), η ηγεσία του ΕΣ ανησύχησε. Και προοδευτικά, από τον επόμενο χρόνο, αποφάσισε τον περιορισμό των ‘υπόπτων’ νεοσυλλέκτων.]

Παράλληλα με τη Μακρόνησο ιδρύθηκαν και άλλα δύο στρατόπεδα. Ένα στο Τρίκερι του Βόλου και ένα στα Γιούρα. Το πρώτο προοριζόταν για άνδρες και γυναίκες που κατοικούσαν σε περιοχές εκκαθαριζόμενες από τον στρατό και οι οποίοι εθεωρούντο ύποπτοι για συνεργασία με τους αντάρτες. Τα Γιούρα εχρησιμοποιούντο για προφυλακισμένους αριστερούς. Τέλος, στη Λέρο δημιουργήθηκε στρατόπεδο κυρίως για αγόρια, για το οποίο μάλιστα ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα ο βασιλιάς Παύλος και επιχείρησε να το οργανώσει με βάση τις αρχές του Προσκοπισμού.

Τα κριτήρια με τα οποία ένας πολίτης κατατασσόμενος στον στρατό εθεωρείτο ‘ύποπτος’, ήταν ασαφή. Διότι ο χαρακτηρισμός αυτός βασιζόταν κυρίως σε στοιχεία των αστυνομικών υπηρεσιών, πράγμα που τον καιρό εκείνο, αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές, αποτελούσε κριτήριο αρκετά αμφιλεγόμενο.

Οι αφικνούμενοι στη Μακρόνησο κατατάσσονταν σε τρία Τάγματα, τα οποία ονομάστηκαν ‘Ειδικά Τάγματα Οπλιτών’, ΕΤΟ Α΄, Β΄ και Γ΄. Όσοι απ’ αυτούς ήταν έφεδροι αξιωματικοί, εντάσσονταν σε ειδικό Τάγμα. Προοδευτικά ο πληθυσμός της Μακρονήσου αυξήθηκε από τη μεταφορά εκεί των κρατουμένων των Στρατιωτικών Φυλακών Αθηνών, υπόδικων για στρατοδικεία, καθώς και παλιών αξιωματικών του ΕΛΑΣ, ή ακόμα και αξιωματικών του στρατού της Μέσης Ανατολής οι οποίοι είχαν αναμιχθεί στα κινήματα του 1944.

Στην αρχική φάση, όταν το στρατόπεδο λειτουργούσε ως στρατιωτικός καταυλισμός και παρ’ όλο που οι συνθήκες διαβιώσεως ήταν σκληρότατες, υπήρχε κάποια λογική στην ανάγκη της υπάρξεώς του. Δηλαδή ν’ απομονώνονται οι στρατεύσιμοι που ήταν ύποπτοι για λιποταξία, αυτομολία ή και κρυφή συνεργασία με τους αντάρτες. Η εκτροπή του στρατοπέδου άρχισε όταν άτομα μικρονοϊκά ή με σαδιστικές τάσεις ‘ανακάλυψαν’ ότι δεν αρκεί ο περιορισμός των στρατευσίμων σ’ ένα στρατόπεδο. Και ότι μπορούν με μέσα σκληρά και βασανισμούς να κάνουν τους αριστερούς ν’ αλλαξοπιστήσουν. Και να τους αναγκάσουν να ‘ανανήψουν’. Οι μέθοδοι αυτές, συνοδευόμενες και από χονδροειδή πλύση του εγκεφάλου των κρατουμένων, απέδωσαν σε μικρή κλίμακα. Πολλοί κρατούμενοι, που δεν άντεχαν άλλο, δήλωσαν υποταγή, ενώ μερικοί αποφάσισαν συνειδητά τη μεταπήδηση στην αντίπαλη παράταξη. Η διάκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών είναι πολύ δύσκολη, όπως υπήρξε δύσκολη και την εποχή του Μεταξά με τους πραγματικούς και τους κατ’ εντολήν του ΚΚΕ ‘δηλωσίες’. Είτε λοιπόν με εξαναγκασμό είτε συνειδητά, μεγάλος αριθμός κρατουμένων βρέθηκε τελικά στην άλλη όχθη. Σύμφωνα με κυβερνητικής προελεύσεως στοιχεία πέρασαν από τη Μακρόνησο, από το 1947 ως το 1950, 27.700 οπλίτες και 1.100 έφεδροι αξιωματικοί. Από τους αξιωματικούς, 800 ‘απεδόθησαν’ στον Εθνικό Στρατό, 200 παρέμειναν στο στρατόπεδο ως διοικητές λόχων και διμοιρίτες, ενώ οι υπόλοιποι 100 χαρακτηρίστηκαν ‘αμετανόητοι κομμουνισταί’. Πάντα κατά την κυβερνητική πλευρά, από τους κρατουμένους οπλίτες, 15.400 -μετά από ‘κατάλληλον εθνικόν προσανατολισμόν’- υπηρέτησαν αργότερα στον ΕΣ, ενώ 6.600 απολύθηκαν χωρίς να υπηρετήσουν και 300 περίπου παρέμειναν στη Μακρόνησο κριθέντες ‘αμετανόητοι’. Οι αριθμοί αυτοί αμφισβητήθηκαν από την άλλη όχθη, ιδιαίτερα ως προς τους ‘ανανήψαντες’, και χαρακτηρίστηκαν κυβερνητική προπαγάνδα. Αλλά υπήρξε ένα γεγονός, πέραν πάσης αμφιβολίας, το οποίο η κυβερνητική παράταξη χρησιμοποίησε ως ισχυρότατο επιχείρημα. Από τους ‘ανανήψαντες’ σχηματίστηκαν μονάδες Μακρονησιωτών, όπως το 596 Τάγμα Πεζικού, το οποίο, προς μεγάλη οδύνη των ανταρτών, πολέμησε γενναιότατα εναντίον τους στην Πελοπόννησο και τον Γράμμο, το 1948. Οι αριθμοί που δόθηκαν από την κυβερνητική πλευρά αμφισβητήθηκαν και ως προς το μέγεθός τους. Δηλαδή ότι από τη Μακρόνησο πέρασαν πολύ περισσότεροι από 27-28.000. Μερικοί μιλούν για 100.000! Αλλά και αυτός ο αριθμός αντηχεί υπερβολικός. Το θέμα άλλωστε δεν βρίσκεται τόσο στους αριθμούς, όσο στη νοοτροπία η οποία καθιέρωσε τη Μακρόνησο.

[Το θέμα της Μακρονήσου θέτει υπό δοκιμασία την αντικειμενικότητα κάθε έντιμου ερευνητή. Αν μεταφερθούμε στο κλίμα της εποχής, θα εμπλακούμε στις βαθύτατα διχαστικές θέσεις που χώριζαν τότε τους Έλληνες. Όταν ακόμα και κορυφαίοι όσο και μετριοπαθείς πολιτικοί άνδρες εξύμνησαν τη Μακρόνησο… Σήμερα, χάρις στη συστηματική επί έτη ‘διαφώτιση’ των Ελλήνων από την αριστερή σκοπιά, η άποψη περί ‘κολαστηρίου’ έχει πια ριζώσει. Τόσο ώστε ακόμα και αντικειμενικοί και σοβαροί συγγραφείς να γράψουν ότι ‘το αναμορφωτήριον Μακρονήσου υπήρξε στρατόπεδο βασανισμών που υπερέβησαν το προηγούμενο των ανακριτικών υπηρεσιών των Γερμανών κατά την Κατοχή’. Η σύγκριση αυτή είναι μάλλον ατυχής. Και θα μπορούσε κανείς ν’ αρχίσει ν’ απαριθμεί ατέλειωτες ιστορίες βασανισμών ατόμων που βρέθηκαν στα χέρια οργανώσεων του ΚΚΕ από τον καιρό της Κατοχής, των Δεκεμβριανών, μέχρι και τον Εμφύλιο. Ή να μιλήσει γι’ αυτά που συνέβησαν στο στρατόπεδο του Μπούλκες από κομμουνιστές εις βάρος παλιών Ελασιτών (βλ. τόμ. Α΄, σελ. 95-99). Πάντοτε στους εμφύλιους σπαραγμούς εμφανίζονται και στις δύο παρατάξεις άτομα κατωτάτης υποστάσεως με σαδιστικές τάσεις πηγάζουσες από τα απωθημένα τους. Και στο σημείο αυτό έγκειται η ευθύνη της Κυβερνήσεως και της ηγεσίας του ΕΣ. Γιατί έκλεισαν τα μάτια σ’ αυτά που γίνονταν στη Μακρόνησο; Ένα κόμμα όπως το ΚΚΕ, με ολοκληρωτική ιδεολογία, μπορούσε να δικαιολογήσει τις δικές του ακρότητες με το επιχείρημα ότι κάνει επανάσταση. Το επίσημο όμως Κράτος του 1947-1950 έπρεπε να διαφυλάξει το κύρος του και ποτέ, ακόμα και στο κλίμα της εποχής, να μην επιτρέψει τέτοιες παρεκτροπές.

Για τη Μακρόνησο γράφτηκαν πολλά βιβλία από την αριστερή πλευρά. Απ’ αυτά προκύπτουν πρωτοφανή περιστατικά βασανισμών, εξευτελισμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ακόμα και θανάτων. Απ’ αυτά σημειώνουμε το βιβλίο του Φίλιππα Γελαδόπουλου ‘Μακρονήσι’ και του Παναγιώτη Καλλιδώνη ‘Μακρόνησος, ο Γολγοθάς της Δημοκρατίας’. Απ’ αυτά και από άλλες μαρτυρίες ανακύπτουν και δύο ακόμα φαινόμενα. Πρώτον, ότι πολλοί που υπηρέτησαν στη φρουρά της Μακρονήσου, δηλαδή οι δεσμοφύλακες, μετάνιωσαν και αποκάλυψαν τη φοβερή αλήθεια. Και αντίθετα άλλοι, φανατικοί κομμουνιστές, ιδιαίτερα παλιά μέλη της ΕΠΟΝ, αποκήρυξαν το κόμμα τους και μεταβλήθηκαν σε δεσμοφύλακες των συντρόφων τους, εξίσου σκληρούς με τους ‘υπερεθνικόφρονες’. Στο πλαίσιο αυτών των μαρτυριών υπάρχει και ένας τόμος από την Αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος περιγράφει τις εμπειρίες του από τη Μακρόνησο μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου 1949. Ο Θεοδωράκης περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα δικά του παθήματα, όπως έναν εκφοβιστικό ενταφιασμό με συντροφιά αρουραίους… Μπορεί σε πολλά σημεία η αφήγησή του να είναι συγκλονιστική, αλλά, καθώς βρίθει από αηδιαστικές λεπτομέρειες, καταντά ενίοτε απωθητική. Φυσικά ο Θεοδωράκης διαθέτει άφθονο χιούμορ, είτε απλό είτε μαύρο, κι έτσι δεν διστάζει να περιγράψει και μια επίσκεψη στη Μακρόνησο της Φρειδερίκης, που ήταν κατά τη γνώμη του ‘ωραία γυναίκα’ και προκάλεσε… σεξουαλική αναστάτωση στους κρατουμένους (τόμ. Γ΄, σελ. 153).

Από τους ξένους συγγραφείς, ίσως η πιο ψύχραιμη εκτίμηση για το στρατόπεδο βρίσκεται στο βιβλίο του Γούντχαους. Ο οποίος κρίνει κυρίως την επιτυχία ή μη του ‘πειράματος αναδιαπαιδαγωγήσεως’ των αριστερών. Και παρ’ όλο που σημειώνει τον σημαντικό αριθμό αυτών οι οποίοι ανένηψαν και σχημάτισαν τα μάχιμα τάγματα των Μακρονησιωτών, διαπιστώνει ότι η διαπαιδαγώγηση δεν πέτυχε. Και ούτε μπορούσε να συγκριθεί με τα επιτεύγματα π.χ. των κομισάριων του ΚΚΕ… Πέτυχε ωστόσο το πείραμα από την πλευρά της αποτροπής ενδεχομένων ανατρεπτικών ενεργειών, αν οι ύποπτοι είχαν παραμείνει ελεύθεροι.]

Αλέξανδρος Ζαούσης, «Η Τραγική Αναμέτρηση, Ωκεανίδα 1995, τόμος Β΄ σελ. 16-22

Επιμέλεια: ΣΑΘ

*

Ο Αλέξανδρος Λ. Ζαούσης γεννήθηκε στην Αθήνα (1923). Το 1948 έλαβε το πτυχίο του με άριστα από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1951 ανακηρύχθηκε αριστούχος Διδάκτωρ της Χειρουργικής. Το 1950-1953 υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπίατρος σε Τάγμα Πεζικού και σε Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Στη συνέχεια μετεκπαιδεύτηκε στη Βοστώνη και στο Λονδίνο στην Ορθοπεδική Χειρουργική. Κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Βοστώνη του απονεμήθηκε ο τίτλος του Teaching Fellow του Harvand. Η «Βρετανική Ορθοπεδική Εταιρεία», της οποίας είναι το παλαιότερο ελληνικό μέλος, τον επέλεξε από το 1981 ως μόνιμο εκπρόσωπο της στην Ελλάδα (Corresponding Fellow of the B.O.A.). Ο Α. Λ. Ζαούσης διετέλεσε συνολικώς επί εικοσαετία Διευθυντής στο Ασκληπείο Βούλας και στο Νοσοκομείο Ατυχημάτων (ΚΑΤ), συγγράψας πληθώρα επιστημονικών εργασιών στα ελληνικά και σε ξένες γλώσσες. Εισήγαγε στην Ελλάδα νέες εγχειρητικές μεθόδους και, πρώτος, το 1967, την ολική αρθροπλαστική του ισχίου. Στην Κατοχή (1941-1944) είχε μετάσχει στην Εθνική Αντίσταση και από τις εμπειρίες του της περιόδου αυτής προέκυψε το πρώτο εξωιατρικό του πόνημα, με τίτλο «Αναμνήσεις ενός αντιήρωα», το 1980. Ακολούθησε το τρίτομο έργο του «Οι δύο όχθες», το δίτομο «Η τραγική αναμέτρηση», για την περίοδο 1945-1949, και πάλι ένα δίτομο, «Ο εμπαιγμός», για τη δικτατορία 1967-1974. Επίσης, καταπιάστηκε και με πολύ παλαιότερες περιόδους με τα βιβλία του «Αλέξανδρος και Ασπασία» και «Αμαλία και Όθων». Το τελευταίο του βιβλίο, «Λέλα Καραγιάννη. Η Μπομπουλίνα της Κατοχής, 1941-1944» εκδόθηκε το 2004. Τιμήθηκε με το Μετάλλιο Εθνικής Αντιστάσεως 1941-1945 για τις υπηρεσίες του με την οργάνωση «Ιερά Ταξιαρχία».

Πηγή για τον Ζαούση: http://www.biblionet.gr/author/7260/%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%9B._%CE%96%CE%B1%CE%BF%CF%8D%CF%83%CE%B7%CF%82

19 σκέψεις σχετικά με το “Ο Αλέξανδρος Ζαούσης για τη Μακρόνησο”

  1. «Στην αρχική φάση, όταν το στρατόπεδο λειτουργούσε ως στρατιωτικός καταυλισμός και παρ’ όλο που οι συνθήκες διαβιώσεως ήταν σκληρότατες, υπήρχε κάποια λογική στην ανάγκη της υπάρξεώς του. Δηλαδή ν’ απομονώνονται οι στρατεύσιμοι που ήταν ύποπτοι για λιποταξία, αυτομολία ή και κρυφή συνεργασία με τους αντάρτες. Η εκτροπή του στρατοπέδου άρχισε όταν άτομα μικρονοϊκά ή με σαδιστικές τάσεις ‘ανακάλυψαν’ ότι δεν αρκεί ο περιορισμός των στρατευσίμων σ’ ένα στρατόπεδο. Και ότι μπορούν με μέσα σκληρά και βασανισμούς να κάνουν τους αριστερούς ν’ αλλαξοπιστήσουν. Και να τους αναγκάσουν να ‘ανανήψουν’. Οι μέθοδοι αυτές, συνοδευόμενες και από χονδροειδή πλύση του εγκεφάλου των κρατουμένων, απέδωσαν σε μικρή κλίμακα. Πολλοί κρατούμενοι, που δεν άντεχαν άλλο, δήλωσαν υποταγή, ενώ μερικοί αποφάσισαν συνειδητά τη μεταπήδηση στην αντίπαλη παράταξη. Η διάκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών είναι πολύ δύσκολη, όπως υπήρξε δύσκολη και την εποχή του Μεταξά με τους πραγματικούς και τους κατ’ εντολήν του ΚΚΕ ‘δηλωσίες’. Είτε λοιπόν με εξαναγκασμό είτε συνειδητά, μεγάλος αριθμός κρατουμένων βρέθηκε τελικά στην άλλη όχθη»

    Έντιμη προσέγγιση από τον Ζαούση. Ωστόσο παραμένει ερωτηματικό αν για την «εκτροπή» ευθύνονταν κάποιοι «μικρόνοες» ή «σαδιστές». Αν όντως συνέβαινε αυτό, το αναμενόμενο θα ήταν η πάταξη του φαινομένου από τη διοίκηση ΠΡΙΝ λάβει διαστάσεις και η τιμωρία (πειθαρχική ή/και ποινική) των δραστών. Ούτε το ένα όμως συνέβη, ούτε το άλλο – τουλάχιστον απ’ όσα γνωρίζουμε.

    *

    Θερμές ευχαριστίες στον ΣΑΘ για την επιμέλεια και τα σχόλια!

    Μου αρέσει!

  2. Γράφει ο ενωτικός και διαλλακτικός Ζαούσης:

    «Χιλιάδες Έλληνες αριστεροί πέρασαν από εκεί [από τη Μακρόνησο] και διατηρούν εφιαλτικές αναμνήσεις. Άλλοι όμως τις έχουν λησμονήσει. Απόδειξη η παρουσία τους σε ανώτατες θέσεις τής Πολιτείας και η συμμετοχή τους στα ανώτατα ή μεσαία κλιμάκια Κυβερνήσεων της σημερινής συντηρητικής παρατάξεως».

    Αναρωτιέται κανείς αφελώς:

    Όλοι αυτοί που, κατά τον Ζαούση, «λησμόνησαν» τη μακρονησιώτικη εμπειρία τους και κατέλαβαν αργότερα ανώτατες θέσεις της Πολιτείας ή στελέχωσαν κυβερνήσεις τής συντηρητικής (και σαφώς μη φιλοκομμουνιστικής) παράταξης, είχαν, άραγε, στα νέα τους υψηλά πόστα, τις ίδιες πολιτικές πεποιθήσεις που είχαν όταν βρίσκονταν στη Μακρόνησο;

    Ή είχαν, μήπως, «ανανήψει»;

    Γράφει ακόμα ο Ζαούσης:

    «Και αντίθετα άλλοι, φανατικοί κομμουνιστές, ιδιαίτερα παλιά μέλη της ΕΠΟΝ, αποκήρυξαν το κόμμα τους και μεταβλήθηκαν σε δεσμοφύλακες των συντρόφων τους, εξίσου σκληρούς με τους ‘υπερεθνικόφρονες’ «.

    Αυτούς τους ανθρώπους, σε ποια κατηγορία μπορούμε να τους κατατάξουμε;
    Στους ανανήψαντες, ή στους κρυπτοκομμουνιστές;

    Γιατί αν ισχύει το δεύτερο, ανακύπτει ένα εύλογο ερώτημα:

    Είναι δυνατόν να νιώθεις κατά βάθος κομμουνιστής, και να βασανίζεις απάνθρωπα τον (αφού νιώθεις κατά βάθος κομμουνιστής) σύντροφό σου;

    Μου αρέσει!

  3. ΣΑΘ προφανώς και υπήρχαν καποιοι οι οποίοι είτε είχαν αποκηρύξει τον κομμουνισμό είτε ευθύς εξαρχής δεν ήταν φανατικοί κομμουνιστές (οπότε βέβαια σε αυτή την περίπτωση δεν έχει νόημα να μιλάμε για μεταστροφή πολιτικών θέσεων, ακριβως επειδή δεν επρόκειτο για τίποτα φανατικούς για να έχει νόημα η έννοια της μεταστροφής), είτε δεν ήταν καν κομμουνιστές (αλλά βαφτίστηκαν τέτοιοι στο ιεροεξεταστήριο και κατόπιν «ξεβαφτίστηκαν», προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα). Και ο Ζαούσης κάνει λόγο για ανώτατες θέσεις της πολιτείας, ε όπως και να το κάνουμε βρε ΣΑΘ αυτές είναι εξ ορισμού λίγες, οπότε σε κάποιες πήγαν και χώθηκαν κάποιοι που «διαφωτίστηκαν» στο ιεροεξεταστήριο της Μακρονήσου, πολύ πιο λίγοι όμως, γιατί βέβαια υπήρχαν και άλλοι, «εθνικώς υγιείς» ευθύς εξαρχής αυτοί, που οσο να ‘ναι είχαν και αυτοί την επιθμία να προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις την πατρίδα.

    «Είναι δυνατόν να νιώθεις κατά βάθος κομμουνιστής, και να βασανίζεις απάνθρωπα τον (αφού νιώθεις κατά βάθος κομμουνιστής) σύντροφό σου;»

    Είναι δυνατόν να είσαι αθώος, και παρόλα αυτά να αποδέχεσαι ένα κατηγορητήριο (αφου ξέρεις πως είσαι αθώος) που θα σε οδηγήσει στην εκτέλεση?

    Μου αρέσει!

  4. Ο Ζαούσης λέει ότι στη Μακρόνησο αποκήρυξαν τον κομμουνισμό και «φανατικοί κομμουνιστές».
    Μερικοί μάλιστα από αυτούς έγιναν στη συνέχεια βασανιστές τών πρώην συντρόφων τους.

    Αναρωτιέται κανείς αφελώς:

    Όταν ένας «εθνικώς ύποπτος» Μακρονησιώτης εκελείτο να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού και αυτός το ηρνείτο ρητώς ή και πεισμόνως, δεν ήταν η άρνηση αυτή από μόνη της ασφαλής απόδειξη ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν αμετανόητος κομμουνιστής;

    Και εν τοιαύτη περιπτώσει, αφού μόνη η παραδοχή τής ιδιότητος του κομμουνιστή σε έστελνε στο εκτελεστικό απόσπασμα, γιατί δεν εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες όλοι οι αποδεδειγμένα μη δηλωσίες, και τους φύλαγαν σε ξερονήσια και σε φυλακές;

    Μου αρέσει!

  5. Όλες αυτές οι περιπτώσεις (και πλήθος άλλες παραλλαγές) είναι υποσύνολα της ανθρώπινης τραγωδίας. Στο γειτονικό μας χωριό στη Μεσσηνία (τα Κρεμμύδια) το ΕΑΜ το έστησε ένας νεαρός δάσκαλος, μέλος του ΚΚΕ. Αυτός βρέθηκε στη Μακρόνησο και σκοτώθηκε μετά στο Γράμο, πολεμώντας τους (πρώην) συντρόφους του.

    Ο άνθρωπος γίνεται πολλές φορές άθυρμα της μοίρας, ακόμα και τη στιγμή που νομίζει ότι την ελέγχει.

    Μου αρέσει!

  6. @ Πάνος

    Εννοώ ότι τα πράγματα δεν ήταν ποτέ τόσο απλά και τόσο ξεκάθαρα, όσο καμιά φορά τα βλέπουμε.

    Δεν υπάρχει μόνο η «ηρωολατρική προοπτική, όπου όλα είναι φτιαγμένα με δυο χρώματα, το μαύρο και το άσπρο» και όπου «οι φωτοσκιάσεις και οι σκιές δε βρίσκουν εύκολα τη θέση τους», κατά πως το λέει και ο Φ. Ηλιού.

    ΥΓ
    Και στο δικό μου το χωριό, (όπως και σε όλα τα γύρω χωριά), δάσκαλος έστησε το ΕΑΜ.
    Αυτός δεν είχε το τραγικό τέλος τού δικού σας. Το «μόνο» που έπαθε, ήταν να του κάψουν το σπίτι μεσούντος του Εμφυλίου…

    Μου αρέσει!

  7. «Όταν ένας «εθνικώς ύποπτος» Μακρονησιώτης εκελείτο να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού και αυτός το ηρνείτο ρητώς ή και πεισμόνως, δεν ήταν η άρνηση αυτή από μόνη της ασφαλής απόδειξη ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν αμετανόητος κομμουνιστής;»

    Όχι, ούτε κατά διάνοια.
    Υπήρχαν πολλοί, από αυτούς που θεωρείς «ελαφρως επιμολυνθέντες», οι οποίοι στο όνομα μίας αξιοπρέπειας, ενός εγωϊσμού αν θες, που ήταν σαφώς κάτι απολίτικο, αρνούνταν να υπογράψουν την δήγλωση μετάνοιας (με ότι συνεπάγονταν φυσικά αυτή η άρνηση). Όσοι επιβίωναν μίας τέτοιας άρνησης, σε αρκετές περιπτώσεις, προχωρούσαν προς τον κομμουνισμό (ενω πριν είχαν μία πολύ χαλαρή σχέση με αυτόν, αν είχαν καθόλου).

    Πρέπει να γίνει αντιληπτό κάτι, κάτι που το πιστοποιούν όλες οι κοινωνικές επιστήμες (κοινωνιολογία, κοινωνική ψυχολογία, πολιτκή επιστήμη, ιστορία), με τα βασανιστήρια, και γενικότερα με την βία και τον καταναγκασμό, δεν αλλάζουν οι πεποιθήσεις των ανθρώπων. Ή, μάλλον, για να το εκφράσω πιο επιστημονικά, είναι πολύ μικρή η πιθανότητα να αλλάξουν με τα βασανιστήρια οι πεποιθήσεις κάποιου, υπάρχει μεν αυτή η πιθανότητα αλλά σε σχέση με άλλους τρόοπους είναι πολύ μικρή να αλλάξει τις πεποιθήσεις και τις στάσεις κάποιου.

    Μου αρέσει!

  8. – «Όταν ένας ‘εθνικώς ύποπτος’ Μακρονησιώτης εκαλείτο να υπογράψει δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού και αυτός το ηρνείτο ρητώς ή και πεισμόνως, δεν ήταν η άρνηση αυτή από μόνη της ασφαλής απόδειξη ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν αμετανόητος κομμουνιστής;»
    – «Όχι, ούτε κατά διάνοια.» (!!)

    Σύμφωνα με αυτό το «συμπέρασμα», το σύνολο των μη δηλωσιών δεν ήταν βαμμένοι κομμουνιστές!
    Όλη η αριστερή (και όχι μόνο) βιβλιογραφία, όλη η ρητορική τού ΚΚΕ, όλη η φιλοκομμουνιστική «μυθολογία», αυτό ακριβώς λέει… «Ούτε κατά διάνοια!»…

    Οι «ελαφρώς επιμολυνθέντες» ακριβώς, ήταν, (λέω ελόγου μου), το σύνολο σχεδόν των δηλωσιών, (η συντριπτική πλειονότητα των Μακρονησιωτών δηλαδή), οι οποίοι ενέδωσαν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και χωρίς πολλές τύψεις στην ασκηθείσα πίεση, χωρίς δηλαδή να υποστούν τα ασύλληπτα εκείνα που υπέστησαν οι (πεισμόνως και προκλητικώς αρνούμενοι να υπογράψουν) βαμμένοι κομμουνιστές, και τα οποία πράγματι προσβάλλουν τον ανθρώπινο πολιτισμό.

    Η παραδοχή, όμως, αυτή, θα ξεθώριαζε και θα «λέρωνε» τον μύθο τού «Μακρονησιώτη», έναν μύθο που κομμουνιστές και συνοδοιπόροι καλλιέργησαν (και εξακολουθούν να καλλιεργούν) συστηματικά και επίμονα επί 70 χρόνια.
    Αν, δηλαδή, το ΚΚΕ παραδεχόταν ότι στη Μακρόνησο (και όχι μόνο) λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό και η συστηματική, εντατική και επίμονη διαφώτιση και αναδιαπαιδαγώγηση, ο μύθος του θα κατέρρεε.
    Έπρεπε πάση θυσία να «περάσει», (και πέρασε τελικά), στον κόσμο του ΚΚΕ, αλλά και σε όλον τον λαό, ότι μόνο με την άγρια και απάνθρωπη βία «πείσθηκαν» ακόμα και παλιά και δοκιμασμένα στελέχη τού ΚΚΕ να υπογράψουν δηλώσεις αποκήρυξης του κομμουνισμού.

    Δεν είναι λίγο πράγμα ο ‘Σπανός’ (Χ. Πούλος;), πρώην καπετάνιος τού ΕΛΑΣ και πρώην (1948) γραμματέας τής ΚΟΑ (Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας), να πηγαίνει π.χ. στο Τρίκερι το καλοκαίρι τού 1949 και να προσπαθεί να πείσει τις εκεί εξόριστες να υπογράψουν δήλωση…

    Δες Τασούλα Βερβενιώτη, «Μνήμες και αμνησίες των αρχείων και των μαρτυριών για τον ελληνικό εμφύλιο. Η Αθήνα και η επαρχία, η ηγεσία και τα μέλη», στο «Μνήμες και λήθη τού ελληνικού εμφυλίου πολέμου», (επιμ. Μπούσχοτεν et al.), Επίκεντρο 2008, σελ. 81-102.

    Δεν υπάρχουν σοβαροί και καλόπιστοι μελετητές τής εφιαλτικής εκείνης εποχής, που να αγνοούν ότι το ΚΚΕ επέβαλε ακόμα και «γραμμή στη μνήμη».
    Στο τι, δηλαδή, θα γράφουν και τι δεν θα γράφουν τα μέλη του, όχι μόνο στις μαρτυρίες τους, αλλά και στα βιβλία τους ως ιστορικών συγγραφέων, ακόμα και καθηγητών ιστορίας.
    Μιλάμε για συστηματικό και επίμονο γράψιμο, «κατ’ εντολήν» και «σύμφωνα με τας οδηγίας» τού ΚΚΕ…
    Κανένα άλλο πολιτικό κόμμα της αντικομμουνιστικής παρατάξεως δεν «έβαλε» στα μέλη του ως «κομματικό καθήκον» να διαμορφώσουν με τα γραπτά τους τη μνήμη με συγκεκριμένο τρόπο, ανάλογα με τη σκοπιμότητα και το κομματικό συμφέρον.
    Γι αυτό ακριβώς και οι μαρτυρίες αλλά και η καλλιέργεια της ιστορικής μνήμης εκ μέρους της «εθνικόφρονος» πλευράς, (τουλάχιστο τα τελευταία 40 χρόνια) είναι ασύγκριτα λιγότερα.
    Η μνήμη τών εγκλείστων γυναικών [νησιά, φυλακές], γράφει η Τασούλα Βερβενιώτη, «πορεύτηκε πάνω στις επικρατούσες τάσεις συγκρότησης της μνήμης της αριστεράς».
    «Στη συλλογική μαρτυρία», συνεχίζει η Βερβενιώτη, εκφράζεται η «επίσημη κομματική [ΚΚΕ] γραμμή μνήμης».
    Και δεν έγραψαν, κατά κανόνα, τα ολιγογράμματα επαρχιωτάκια και οι ολιγογράμματες επαρχιωτοπούλες. Έγραψαν οι ‘μορφωμένοι’ και οι ‘μορφωμένες’ (οι ‘πρωτευουσιάνες’) της κομματικοστρατιωτικής ηγεσίας.

    #Και εν τοιαύτη περιπτώσει, αφού μόνη η παραδοχή τής ιδιότητος του κομμουνιστή σε έστελνε στο εκτελεστικό απόσπασμα, γιατί δεν εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες όλοι οι αποδεδειγμένα μη δηλωσίες, και τους φύλαγαν σε ξερονήσια και σε φυλακές;#

    Διότι απλούστατα, (απαντώ στον εαυτό μου εγώ ο ίδιος), η παραδοχή ότι είσαι κομμουνιστής από μόνη της, κατά κανόνα δεν αρκούσε για να βρεθείς στο εκτελεστικό απόσπασμα.

    Μου αρέσει!

  9. @ ΧΡΗΣΤΟΣ

    Τουλάχιστο μέχρι το 1974, ναι, το επέβαλε.

    Μετά το «Φωτιά και Τσεκούρι», όμως, του Αβέρωφ-Τοσίτσα (1974), το επίσημο αφήγημα των νικητών δεν απέχει ουσιωδώς από την ιστορική πραγματικότητα.

    Και δεν είναι μόνο το αφήγημα των νικητών που αλλάζει μετά το 1974.
    Αλλάζει άρδην και η στάση και η πολιτική τους απέναντι στους ηττημένους (νομιμοποίηση του ΚΚΕ, καταλλαγή, λήθη, άρση των συνεπειών του Εμφυλίου κ.τ.λ.)

    Η διαφορά είναι ότι το επίσημο αφήγημα του ορθόδοξου ΚΚΕ ακόμα σήμερα, εξακολουθεί (κατά τη γνώμη μου) να διαστρέφει την ιστορική πραγματικότητα προκλητικότατα, κόντρα σε όσα διαφωτιστικότατα έχουν βγει στο φως τις τελευταίες δεκαετίες.

    Το ΚΚΕ μοιάζει να ‘δραστηριοποιείται’ «Στα βήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας», και να πιστεύει ακόμα (2016) στο σύνθημα: «Τι κι αν έπεσε ο Γράμμος, εμείς θα νικήσουμε!»

    Καλώς ανταμωθήκαμε!

    Μου αρέσει!

    1. Το θέμα είναι ότι «το επίσημο αφήγημα του ορθόδοξου ΚΚΕ ακόμα σήμερα» γίνεται αποδεκτό και από πολύ κόσμο που δεν έχει σχέση με το ΚΚΕ. Όχι ως πολιτική στόχευση, αλλά γενικά (και αόριστα). Εξίσου πολύς κόσμος από την άλλη πλευρά εξακολουθεί να αναπαράγει και να βλέπει τον Εμφύλιο αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα «καλό – κακό». Έτσι ο Εμφύλιος τοποθετείται σε κεντρική θέση και παράγει αποτελέσματα σήμερα, με τους όρους του 1949.

      Με αυτή την έννοια… συνεχίζεται. Ευτυχώς μόνο με λόγια.

      Μου αρέσει!

    2. ΣΑΘ και το ΚΚΕ πραγματοποιησε μια θεαματικη στροφη μετα το 1974,αποδεχομενο πλεον την αστικη δημοκρατια.Ετσι,απο το «οπλα παρα ποδας» περασε στο Χημειο και στην υπερασπιση της Βουλης απο τους «αγανακτισμενους»…

      Μου αρέσει!

  10. «Έστριψε, αλλά κράτησε (επαναστατική) πισινή» !!

    Έτσι ακριβώς!

    Ακούγεται απίστευτο μα η σημερινή ρητορική τού ΚΚΕ για τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο, δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη τής 10ετίας τού 1940!

    Εν συνόψει, δείτε εδώ:

    1) Τη διακήρυξη της ΚΕ τού ΚΚΕ για τα 70 χρόνια τού ΔΣΕ
    http://kokkinosfakelos.blogspot.gr/2016/03/70.html

    2) Ομιλία τής κ. Παπαρρήγα για τα 70 χρόνια τού ΔΣΕ,
    http://www.rizospastis.gr/story.do?id=8972428
    που καταλήγει με τη φράση:

    #Και τέλος, επαναστατική κατάσταση χωρίς ένοπλη ταξική πάλη δεν γίνεται. Αυτά τα περί «ειρηνικού περάσματος» αποδείχθηκαν οι απολύτως επιζήμιες αυταπάτες που καλλιέργησαν το λεγκαλισμό, την αντίληψη της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού.#

    3) Ομιλία του Δημήτρη Γόντικα στην παρουσίαση του ντοκιμαντέρ για τα 70 χρόνια τού ΔΣΕ
    http://www.rizospastis.gr/storyPlain.do?id=9097358&action=print

    Η ομιλία καταλήγει με το απίστευτο:
    «Ο Γράμμος κι αν έπεσε, εμείς θα νικήσουμε!» (2016)

    ΥΓ
    Για να μην αναφερθώ στο ανήκουστο σύνθημα που κυκλοφορεί τελευταία:
    «Ένας είν’ ο δρόμος, λαέ, για να νικάς: ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΜΕΛΙΓΑΛΑΣ!!»

    Μου αρέσει!

    1. ΣΑΘ,

      διαμαρτύρομαι! Τα θέματα αυτά (στους συνδέσμους) υπάρχουν στις «σημειώσεις» κι εσείς δίνετε παραπομπές γι’ αλλού! 😉

      ΥΓ. Δείτε στην ενότητα «σύγχρονη διαχείριση». Υπάρχουν κι άλλα παρόμοια.

      Μου αρέσει!

  11. @ Πάνος

    Τελικά, στις ίδιες πηγές, πάνω – κάτω, παραπέμπουμε και οι δύο.
    Το link του (3) και το άλλο για το video* δεν ξέρω αν (και πού) υπάρχουν στις «Σημειώσεις».

    Είπα να παραθέσω τις βασικές πηγές εν συνόψει, περισσότερο για τον (καινούργιο συνομιλητή μας) ΧΡΗΣΤΟ, που σχολίασε το σχόλιό μου.

    (*) Η μουσική του video είναι και γα@ώ!!
    Παράδοση και σκληρή ροκιά σ’ ένα τρελό πάντρεμα!

    Ο δίσκος απ’ όπου είναι παρμένη η μουσική αυτή, εδώ:

    Δεν το είχα ξαναματακούσει πάλι…

    Χτισμένο πάνω στο παθιάρικο, υπέροχο παραδοσιακό «Μαραίνομαι ο καημένος», βεβαίως.

    «Έλα παππούλη να σε μάθω…»

    Μου αρέσει!

    1. ΣΑΘ θυμαμαι τετοια συνθηματα απο το πανεπιστημιο.Τα φωναζαν φοιτητες των ΕΑΑΚ κι οχι της ΠΚΣ.Η απαντηση των «φιλελευθερων» φοιτητων της ΔΑΠ ηταν τοτε αναλογα συνθηματα,οπως «τα τανκς αργουν μα δεν ξεχνουν».
      Εξαιρετικο το συγκροτημα VIC. 😊

      Μου αρέσει!

  12. “Κανένα άλλο πολιτικό κόμμα της αντικομμουνιστικής παρατάξεως δεν «έβαλε» στα μέλη του ως «κομματικό καθήκον» να διαμορφώσουν με τα γραπτά τους τη μνήμη με συγκεκριμένο τρόπο, ανάλογα με τη σκοπιμότητα και το κομματικό συμφέρον.

    Γι αυτό ακριβώς και οι μαρτυρίες αλλά και η καλλιέργεια της ιστορικής μνήμης εκ μέρους της «εθνικόφρονος» πλευράς, (τουλάχιστο τα τελευταία 40 χρόνια) είναι ασύγκριτα λιγότερα.
    Η μνήμη τών εγκλείστων γυναικών [νησιά, φυλακές], γράφει η Τασούλα Βερβενιώτη, «πορεύτηκε πάνω στις επικρατούσες τάσεις συγκρότησης της μνήμης της αριστεράς».”

    Εκείνη την περίοδο, στο μέσον του Ψυχρού Πολέμου, όλοι διαμορφώνανε τα γραπτά τους με συγκεκριμένο τρόπο, ανάλογα δηλαδή με την ιδεολογική τους σκοπιμότητα και το πολιτικό συμφέρον. Η άποψη ότι η Δεξιά και το Κέντρο δεν έκαναν και αυτοί από την μεριά τους το ίδιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα παραμύθι. Ήταν εξίσου στρατευμένοι με την Αριστερά, και εξίσου “χρωματισμένος” ο τρόπος με τον οποίο έβλεπαν την πραγματικότητα. Τρανή απόδειξη για αυτό είναι όλοι αυτοί οι πολιτικοί, διανοούμενοι, στρατιωτικοί, που ενω είχαν κάποια ιδέα για το τι γίνονταν, π.χ., στο ιδεολογικό καθαρτήριο της Μακρονήσου, επέλεγαν παρόλα αυτά είτε την σιωπή είτε να δίνουν προς τα έξω μία ωραιοποιημένη, και αρα τελείως ψεύτικη, εικόνα για τα εκεί τεκταινόμενα. Έκριναν με άλλα λόγια ότι έπρεπε να πουν ψέμματα για κάποιες εξαιρετικά αρνητικές παραγματικότητες ή, αν δεν έλεγαν ψέμματα, αντιλαμβάνονταν ότι κάποιες αρνητικές πραγματικότητες καλό θα ήταν τουλάχιστον να παραμείνουν στην σιωπή, στο σκοτάδι, ακριβώς γιατί ήταν η εποχή του Ψυχρού Πολέμου και κάθετί αρνητικό για την μία πλευρά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον της από την αντίπαλη πλευρά (οι κομμουνιστές από την μεριά τους, π.χ., δεν έβγαζαν άχνα για τα γκούλαγκ και όποιον τους μίλαγε για αυτά τον χαρακτήριζαν φασίστα).

    Μετά την πτώση της δικτατορίας, και σε πλήρη αντίθεση με ότι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια (1950-1974) όπου σαφώς υπήρχε δυσκολία (ενίοτε μεγάλη) στο να εκφραστούν απόψεις που δεν συμβάδιζαν με αυτές των κρατούντων, κανένας δεν απέτρεψε, αλλά ούτε και μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο (και ευτυχώς), οσους ακόμα ένιωθαν “εθνικόφρονες” από το να εκφράσουν δημόσια – είτε προφορικά είτε γραπτά – τις απόψεις τους. Το κοινωνικό όμως κλίμα που επικρατούσε κατά την μεταδικατορική περίοδο, ιδίως τα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος, είχε πλέον καταστεί αρνητικό για αυτές τις απόψεις, οπότε οσοι από τους “εθνικόφρονες” επιθυμούσαν να τις εκφράσουν ενίοτε αντιμετώπιζαν κάποια πρακτικά προβλήματα, όπως το να βρουν κανα εκδοτικό της προκοπής να εκδώσει τα βιβλία τους ή, εαν αυτά εκδίδονταν, να πουλούσαν οσο χρειάζονταν για να καλυφθεί τουλάχιστον το κόστος της έκδοσής τους.
    Ή, για να το πω αλλιώς, ο βασικός λόγος που μεταδικτατορικά οι ιδέες της “εθνικοφροσύνης” δεν “πουλούσαν” είχε να κάνει πρωτίστως με την παρα πολύ μικρή απήχηση είχαν πλέον αυτές. Και για την δραματική αυτή μείωση της απήχησης των ιδεών των “εθνικοφρόνων” μεταδικτατορικά, την συντριπτική ευθύνη την έφεραν αυτοί οι ίδιοι, και πιο συγκεκριμένα η γενικότερη συμπεριφόρα που επιδείκνυαν, κατά τα προηγούμενα χρόνια, τα χρόνια της πολιτικής παντοδυναμίας τους.

    Αυτό που γράφει η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη για την Αριστερά, ότι δηλαδή το πως θυμούνται οι αριστεροί τον Εμφύλιο και τα επακόλουθά του επηρεάζεται από την ιδεολογική τους τοποθέτηση (και ακόμα πιο συγκεκριμένα, η μνήμη επηρεάζεται από τις εκφάνσεις που λαμβάνει αυτή η ιδεολογική θεώρηση κάτω από το βάρος της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας – για παράδειγμα, αλλιώς θυμόντουσαν οι αριστεροί τον Εμφύλιο και την Αντίσταση στις αρχές του ’60 και αλλιώς μετά την πτώση του διεθνούς κομμουνισμού το ’89), ισχύει κατά γράμμα και για την Δεξιά. Και εκεί η ιστορική μνήμη επηρεάζεται από την ιδεολογική θεώρηση – και όπως με την Αριστερά έτσι και με την Δεξιά, η ιδεολογική της θεώρηση αναδιαμορφώνεται από τις επιδράσεις της εκάστοτε ιστορικής στιγμής.

    Σε κάποιους βέβαια – είτε από την μία παράταξη είτε από την άλλη – ίσως δεν αρέσει αυτό γιατί θεωρούν πως μόνο οι μνήμες της άλλης πλευράς είναι που “αλλοιώνονται” από την ιδεολογική της θεώρηση, ενω οι δικές τους μνήμες είναι “αμόλυντες” και αποτυπώνουν την μία και μοναδική πραγματικότητα, την μία και μοναδική αλήθεια (π.χ., ότι τα Γκούλαγκ είναι ένα ψέμμα της Δεξιάς ή ότι στην Μακρόνησο ήταν πολύ επιτυχής η [διαμέσου βασανιστηρίων] “ιδεολογική αναμόρφωση” που λάμβανε χώρα.)

    Για όλους αυτούς όμως που δεν ταυτίζονται με την μία ή την άλλη πλευρά, και αρα δεν νιώθουν υποχρεωμένοι να αναπαράγουν τις συγκρούσεις του παρελθόντος στον αιώνα τον άπαντα ή να βλέπουν τα πράγματα με όλη την μονομέρεια που επιβάλλει στην σκέψη ο ζουρλομαδύας της εκάστοτε ιδεολογικής θεώρησης, τα ψέμματα είτε της μίας πλευράς είτε της άλλης καθίστανται προφανή, σχεδόν προβλέψιμα, και σίγουρα πάντως όχι πια δικαιολογήσιμα.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε