Από: Παν Κανελλόπουλου Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου1939-44. Ιστορική αναδρομή και κείμενα
Επιμέλεια: grenade
Εις το Συνέδριον τον Λιβάνου
( Μάιος 1944 )
Κύριε Πρόεδρε. Κύριοι Σύνεδροι.
«Όταν, την 21ην Ιανουαρίου τού 1943, ομιλών από τον ραδιοφωνικόν σταθμόν τού Λονδίνου προς τον Ελληνικών Λαόν, έκαμα την δήλωσιν, ότι εις την πρώτην εύκαιρίαν θα έπρεπε να συγκροτηθή Κυβέρνησή ’Εθνικού Συνασπισμού, Κυβέρνησή, εις τούς κόλπους της όποιας θα έπρεπε να περιληφθούν αντιπρόσωποι όλων των κομμάτων και των αγωνιστικών οργανώσεων, την πρώτην συνάντησιν των αντιπροσώπων των ηθικών και δυναμικών μονάδων τού Έθνους την εφανταζόμην κάπως διαφορετικήν, την έφανταζόμην ως μίαν μεγάλην ήθικήν εορτήν. Δυστυχώς, την βλέπω και την ζω σήμερα μαζί σας ως συνάντησιν συνυφασμένην με κρίσιμον αγωνιάν, με την κρισιμωτέραν αγωνίαν πού ήμπορει να αίσθανθή ή καρδιά ενός έθνους, με την φρικτήν αγωνιάν τού εμφυλίου πολέμου.
Πρέπει να ομολογήσω, κύριοι, ότι δεν έχει συνηθίσει ή σκέψις μου, δεν έχει συνηθίσει ή καρδιά μου είς την ιδέαν τού εμφυλίου πολέμου. Δεν είμαι διόλου εύκολος — δεν εντρέπομαι να το παραδεχθώ — είς αποφάσεις πού συνδέονται με τον εμφύλιον πόλεμον. Υπάρχουν δισταγμοί πού είναι αποφασιστικότεροι και γενναιότεροι από τας φαινομενικώς άποφασιστικωτέρας πράξεις. Πρέπει οπωσδήποτε, κύριοι, να εύρεθή τρόπος να ένωθώμεν. Πρέπει να σταματήση το μεγάλο κακό, πρέπει να δοθή τέρμα είς τον εμφύλιον πόλεμον πού ήρχισεν ήδη. Τα μάτια τού κόσμου όλου είναι και πάλιν προς στιγμήν εστραμμένα προς ή μάς, εστραμμένα προς την Ελλάδα. Και όλοι περιμένουν κάτι μεγάλο, κάτι το άποφασιστικόν.
Πώς θα άποτραπή ό εμφύλιος πόλεμος ή μάλλον ή συνέχισις και έπιδείνωσίς του ; Λεκτικά και φρασεολογικά, ή αποτροπή του κακού ζητεί την ένωσιν όλων μας. Κατά το έτος 1941, είς την ’Αλβανίαν, ή ένωσις αυτή ήτο απόλυτος, μολονότι ή ηγεσία ήτο ξένη προς τον λαόν και ό λαός μας αδιάφορος ή και εχθρικά διατεθειμένος απέναντι των ηγετών του. ’Αλλά και τον πρώτο χρόνο της κατοχής ή ένωσις ήτο απόλυτος, μολονότι δεν υπήρχε καμμιά τότε ηγεσία. Τί έγινε τάχα και έχάθη το μέγα αυτό αγαθόν της ένότητος, το αγαθόν του αισθήματος, ότι όλοι οι «Έλληνες άνήκομεν είς την αυτήν παράταξιν και ότι πρέπει να είμεθα υπερήφανοι διά την Ελλάδα ;
Συνέβησαν, κύριοι, τραγικαί παραλείψεις αφ’ ενός, και πράξεις τραγικαί αφ’ ετέρου. Δεν θα χαρακτηρίσω είδικώτερα τας διαφόρους παραλείψεις και πράξεις πού θα μνημονεύσω. Θα αρκεσθώ είς τον χαρακτηρισμόν του τραγικού. Υπό την έννοιαν του τραγικού υπάγονται τα πάντα. Και γενναιοψυχίαι και μικρότητες. Και ηρωισμοί και εγκλήματα.
«Ας αρχίσω από τας παραλείψεις. Πρώτη βασική παράλειψις, πρώτη τραγική παράλειψης ήτο εκείνη, ή όποια βαρύνει την κυβέρνησιν πού έφυγεν από τας ’Αθήνας τον ’Απρίλιον τού 1941. Ή κυβέρνησις εκείνη δεν άφήκε τίποτε οπίσω της, αλλά και δεν επήρε τίποτε μαζί της. Κενόν ενώπιον της, κενόν και οπίσω της. «Όταν, ένα χρόνο αργότερα, έφθασα είς την Μέσην ’Ανατολήν, έδοκίμασα — και θα σας παρακαλέσω να πιστεύσετε ότι το έδοκίμασα με πλήρη καλήν διάθεσιν — να έλθω είς έπαφήν με όλους σας είς την Ελλάδα. Τέσσαρας μάλιστα μήνας μετά την είσοδόν μου είς την κυβέρνησιν έπέτυχα να ίδρυθή ή ’Αγγλο- Ελληνική ’Επιτροπή διά τον αγώνα είς την Ελλάδα. Και ή ’Επιτροπή ήρχισε να εργάζεται καλά. Σκοπός της ήτο — και είς τούτο συνεφώνουν τα Αγγλικά μέλη απολύτως μαζί μου — να ένώση όλους είς την Ελλάδα και μάλιστα να όργανώση ένα κέντρον συντονισμού τού αγώνος είς τας ’Αθήνας, κέντρον πού θα έγίνετο ή καρδιά τού μαχομένου «Έθνους. Δυστυχώς, ολίγον μετά την έναρξιν λειτουργίας της Άγγλο Ελληνικής ’Επιτροπής ήναγκάσθην να φύγω από την Κυβέρνησιν και ή ’Επιτροπή διελύθη.
’Εάν ή πρώτη μεγάλη παράλειψης βαρύνη την Κυβέρνησιν πού έφυγεν από τας Αθήνας, ή δευτέρα τραγική παράλειψης έγκειται είς την παθητικήν στάσιν και την άπουσίαν τού πολιτικού κόσμου (των περισσοτέρων πάντως πολιτικών, αλλά και στρατιωτικών ηγετών) από το προσκήνιον της επικινδύνου εύθύνης. Οι περισσότεροι από τούς ήγέτας ούτε είς την Μέσην Ανατολήν ήλθαν — και έπρεπε να έλθουν έστω και απρόσκλητοι, διότι το καθήκον το εκτελεί κάνεις και όταν δεν καλήται — ούτε είς τα βουνά ανέβαιναν, ούτε είς τον υπόγειον αγώνα των πόλεων κατέβαιναν. Είς την αρνητικότητα αυτήν άντετάχθημεν, βέβαια, μερικοί, άλλα ό αριθμός μας ύπήρξεν ανεπαρκής. Άλλωστε, έπιχειροΰντες κάτι είς τας ’Αθήνας, ήκούαμεν την έπομένην το όνομά μας να κυκλοφορή είς τα καφενεία, είς τας λέσχας, είς τα πολιτικά γραφεία. Και το αποτέλεσμα ήτο ή απόλυτος ή σχετική έξουδετέρωσις των προσπαθειών μας, το σκόρπισμα των δυνάμεων, ή καταδίωξις, ή σύλληψις ή ή φυγοδικία μας. Και όταν άπεφάσιζε κάποιος από ημάς να κατεβή είς την Μέσην ’Ανατολήν, διαφεύγω ν τότε χωρίς μέσα και χωρίς συνεννόησιν με κανένα, οι αρνητικοί κύκλοι είς τας ’Αθήνας τον έκάκιζαν, τον είρωνεύοντο, τον ύβριζαν. Και Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω, ότι, όταν κατέβηκα εγώ είς την Μέσην ’Ανατολήν, προ δύο ετών, ό Ρόμμελ ήτο νικητής και έπλησίαζε την ’Αλεξάνδρειαν, οι Γερμανοί είσήρχοντο είς τον Καύκασον και οι ’Ιάπωνες έθριάμβευαν ακόμη είς τον Είρηνικόν, και έτσι είχε κάποιαν σημασίαν, ήθικήν και πρακτικήν, να διαφύγη ένας πολιτικός και να έλθη κάτω, ήθικήν σημασίαν, διότι έδειχνε πανηγυρικά την αλληλεγγύην του με τας δυνάμεις πού την στιγμήν εκείνην έδέχοντο ραπίσματα και πλήγματα, αλλά και πρακτικήν σημασίαν, διότι ήμπορούσε να συμβάλη είς την όργάνωσιν πολεμικών μονάδων πού, όσον μικραί και αν ήσαν, έπλήρωναν την εποχήν εκείνην σημαντικά κενά είς την έρημον. Είμαι ευτυχής, διότι είδα την Πρώτην ‘Ελληνικήν Ταξιαρχίαν να μάχεται με τρόπον ύπέροχον είς την έρημον και δεν μετανοώ διόλου πού κατέβηκα από τότε κάτω.
Διά να κλείσω, κύριοι, το κεφάλαιον των τραγικών παραλείψεων, δεν έχω να ειπώ τίποτε άλλο παρά μόνον τούτο : Ή αρνητική στάσις πολλών ηγετών ήτο τόσον αντίθετος προς την θετικήν αποφασιστικότητα του λαού μας, ώστε ήτο φυσικόν να δημιουργηθή ή ηθική ανωμαλία της ανισορροπίας του εθνικού μας οργανισμού.
Και ας έλθωμεν τώρα είς τας τραγικάς πράξεις. ‘Ως πρώτην τραγικήν πραξιν βλέπω αυτήν τούτην την άπόφασιν, την οποίαν έλαβε το Κομμουνιστικόν Κόμμα της Ελλάδος, το καλοκαίρι τού 1941, να ίδρύση το ΕΑΜ ως λαϊκόν πολιτικόν μέτωπον, ως μέτωπον με βάσιν εύρεϊαν και με τάσιν προς τον μεγάλον αριθμόν. Μέτωπον κατά τού κατακτητού ήτο ολόκληρος ό λαός. Κάτω από ξενικούς ζυγούς δεν Ιδρύονται μέτωπα πολιτικά με την τάσιν προς τον μεγάλον άριθμόν και με σκοπόν την πολιτικήν έπικράτησιν, αλλά Ιδρύονται Φιλικαί Έταιρείαι με μικρόν τον άριθμόν, όργανα μάχης, συνεργεία πάλης με φόντο όλόκληρον τον λαόν ήνωμένον κα! άδιαίρετον. Την άποψιν αυτήν ανέπτυξα, τον Δεκέμβριον του 1941, είς δύο αντιπροσώπους του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι όποιοι με έκάλεσαν εις ένα κρυφό σπίτι πλησίον του Λυκαβηττού διά να μού προτείνουν να είσέλθω είς το ΕΑΜ. Τούς είπα ότι δεν έχομεν το δικαίωμα να μεταφέρωμεν το σύστημα των λαϊκών μετώπων από την προπολεμικήν είρηνικήν περίοδον, πού έπέτρεπε και μάλιστα επέβαλλε τούς εσωτερικούς πολιτικούς αγώνας, είς την περίοδον τού πολέμου πού επιβάλλει σταμάτημα κάθε έσωτερικήςς πάλης διά να πολεμούν όλοι ηνωμένοι τον εξωτερικόν έχθρόν. Δεν έπεισα τους συνομιλητάς μου. Πάντως, αντί να είσέλθω είς το ΕΑΜ, ίδρυσα με την βοηθειών τού συνεργάσου μου κ. Τσέλλου ένα συνεργεϊον και δίκτυον κατασκοπείας και πληροφοριών πού λειτουργεί είς την Ελλάδα ακόμη και έχει αποδώσει θαυμάσια αποτελέσματα, και συνέβαλα επίσης είς την ΐδρυσιν τού Π.Ε.Α.Ν., αναθέτων την άμεσον άρχηγίαν της είς ένα από τα κύρια στελέχη τού κόμματος μου, είς τον άείμνηστον Κώστα Περρικο πού επλήρωσε με την ζωήν του τον υπέροχον ήρωϊσμόν του. Έπροτίμησα την ΐδρυσιν τοιούτων μαχητικών μονάδων, πού δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με την έσωτερικήν πολιτικήν, διότι πιστεύω, ότι υπό τον ζυγόν ξένων κατακτητών δεν επιτρέπεται να συνυφαίνωμεν τούς εθνικούςςαπελευθερωτικούς αγώνας με πολιτικάς κα! κοινωνικάς επιδιώξεις. Δυστυχώς, είς το ΕΑΜ συνυφάνθη από την πρώτην στιγμήν ή έννοια της απελευθερωτικής πάλης με την έννοιαν τού πολιτικού μετώπου.
Κα! αφού έλαβε το Κομμουνιστικόν Κόμμα την άπόφασιν να ίδρύση το ΕΑΜ, δευτέρα τραγική πραξις ήτο, ότι δεν εζήτησε ως συνιδρυτήν κανένα άλλο πολιτικόν κόμμα, ούτε το ιεραρχημένον σώμα των Ελλήνων αξιωματικών, δηλαδή εκείνων, οι όποιοι, έγραψαν, μαζί με τον απλό φαντάρο, την εποποιίαν της Αλβανίας. Μόνον όταν συνεκροτήθη το ΕΑΜ επάνω είς τον δυναμικόν μυστικόν οργανισμόν τού Κομμουνιστικού Κόμματος, άπηυθύνθη είς τα κόμματα κα! είς αξιωματικούς ως μεμονωμένα άτομα. Κα! μάς έφερε μάλιστα τότε ενώπιον διλήμματος, το όποιον διετυπώθη από την αρχήν ως έξης : «ή έρχεσθε μαζί μας ή δεν είσθε υπέρ τού απελευθερωτικού αγώνος». Την παράλληλον ενέργειαν δεν ήθελε να την αναγνώριση το ΕΑΜ. Και κατά την συνάντησίν μου με τους δύο αντιπροσώπους του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και αφού έφυγα εγώ από την Ελλάδα, κατά τας συναντήσεις του κ. Τσέλλου με τον κομμουνιστήν ήγέτην κ. Τζήμαν, διετυπώσαμεν την άποψιν των παραλλήλων ενεργειών και της συνεργασίας των επιτελείων μας. Την άποψιν αυτήν δεν ήθέλησε να την υιοθέτηση το ΕΑΜ. Δεν ήθέλησε, με άλλας λέξεις, τον συνασπισμόν, την συμμαχίαν, την δημοκρατίαν. Και ενώ ό μυστικός τύπος πού είχεν αμέσως ή εμμέσως προκύψει από το Εθνικόν Ένωτικόν Κόμμα —δηλαδή ή « Μαχομένη Ελλάς » ως κύριον ύπεύθυνον όργανον τού κόμματός μου, ή «Δόξα» πού ήτο συνυφασμένη άμεσώτερον με την Π.Ε.Α.Ν., και τα «Ελληνικά Νιάτα»— είχον έκδηλωθή ενωτικά και μάλιστα διεφήμιζον πάντοτε τας μαχητικάς ενεργείας τού ΕΑΜ και την άνταρτικήν δράσιν τού Ε.Λ.Α.Σ., ό τύπος τού ΕΑΜ ήτο σχεδόν πάντοτε διασπαστικός, προκαλών εσωτερικούς πολιτικούς φανατισμούς. «Έτσι, με την δράσιν αυτήν και το πνεύμα τού ΕΑΜ, ολίγους μήνας μετά την ύποδούλωσιν της Ελλάδος, ή ατμόσφαιρα της εθνικής ένότητος είχε θολώσει.
Λείπω, κύριοι, δυό χρόνια από την Ελλάδα. «Όταν έφυγα, αν και είχε αρχίσει να θολώνη ή ατμόσφαιρα, ό λαός ήτο ακόμη ηνωμένος κατά των κατακτητών, ήτο γεμάτος ήθικήν εύδαιμονίαν διά την ώραίαν ένιαίαν στάσιν του, και άλλο πρόβλημα δεν έγνώριζε παρά πώς να περιφρονήση και να κτυπήση τον κατακτητήν. «Όλοι οι «Έλληνες ήσαν τότε αδελφοί. «Όταν έβγαινες είς την ύπαιθρον διά να κατευθυνθής είς μυστικόν όρμον και να κατεβής είς Αίγυπτον, όλοι σε έβοήθουν και κανένας δεν σε ή ρώτα και δεν έξήταζε, είς ποιαν όργάνωσιν ανήκεις, Όλοι έθεώρουν καθήκον των να βοηθήσουν και να περιθάλψουν όλους. Δυστυχώς, κατά τα δύο τελευταία χρόνια, τα πάντα ήλλαξαν. Είς την θέσιν της ένότητος υπάρχει ή διαίρεσις, ή διάσπασις, ή άλληλοεξόντωσις, ή αγωνία, ό τρόμος. Αυτά όλα δεν είναι δυνατόν να τα προεκάλεσαν όσοι είναι υπεύθυνοι διά παραλείψεις, οσονδήποτε τραγικαί και εάν ήσαν αύταί. Τα φοβερά κακά, πού έμνημόνευσα, έχουν προκληθή με πράξεις. Μόνον τραγικαί πράξεις είναι δυνατόν να προεκάλεσαν το φοβερόν τούτο γεγονός πού έγκειται είς την ριζικήν άλλαγήν, ή όποια έσημειώθη κατά τα δύο τελευταία έτη είς την Ελλάδα. Ποιον είναι το γεγονός αυτό ;
Το πρόσωπον της Ελλάδος, πού ήτο ολοκάθαρο και γεμάτο φώς, έσκιάσθη, έσκοτείνιασε. Πώς συμβαίνει και αύτή είναι ή πικρότερα απορία που ήμπορουσε να γεννηθή είς την καρδιά μας πώς συμβαίνει, ώστε ό λαός μας, ό όποιος ήτο σχεδόν εκατό τοις εκατό κατά των Γερμανών, την ώραν που οι Γερμανοί έθριάμβευαν, χειροκροτεί σήμερα τα όργανα του εχθρού, τα σώματα που ώπλισεν ό εχθρός ; Έγινε τάχα γερμανόφιλον, έστω και ένα μικρόν ποσοστόν του Ελληνικού Λαού, την ώραν που ή Γερμανία πέφτει ;
Ή απορία, κύριοι, είναι βαθύτατα οδυνηρά. Το ότι παρεμορφώθη το πρόσωπον του Ελληνικού Λαού και μετεβλήθη από πρόσωπον ολοκάθαρο ν είς μορφήν γεμάτην σκιάς, γεμάτην συσπάσεις, αυτό δεν είναι δυνατόν παρά να συνδέεται με βαρείας εύθύνας. Πρέπει να είναι μεγάλα τα λάθη εκείνων, οι όποιοι, έστω χωρίς να το θέλουν, ήλλαξαν το πρόσωπον του Ελληνικού Λαού. Και τα λάθη αύτά δεν είναι δυνατόν να τα έκαμαν όσοι είναι υπεύθυνοι διά παραλείψεις, αλλά πρέπει να τα έκαμαν εκείνοι, οι όποιοι λέγουν και υπερηφανεύονται λέγοντες, ότι μόνοι των διεχειρίσθησαν τον αγώνα είς την Ελλάδα. ’Αντί με τον αγώνα να φοβίσουν τον έχθρόν, έφόβισαν αντιθέτως τον ίδιον τον Ελληνικών Λαόν. Ό εχθρός, κύριοι, οτι και να λέμε, δεν έχει φοβηθή, ενώ εμείς οι ίδιοι έχομε ν φοβηθή ό ένας τον άλλον.
Και ας έλθωμεν τώρα είς τα γεγονότα της Μέσης ’Ανατολής. Πώς, όταν ό Ρόμμελ ήπείλει την ’Αλεξάνδρειαν, ό στρατός μας εδώ ήτο ένα ύπέροχον πολεμικόν σύνολον, και σήμερα, οπότε έπίκειται ή άπελευθέρωσις της πατρίδος μας, διεσπάσθη ; Πώς εύρέθησαν σήμερα άνθρωποι αρνούμενοι ύπακοήν, όταν καλούνται να κυνηγήσουν ένα γερμανικόν ύποβρύχιον ή να συνοδεύσουν νηοπομπήν ή να ξεκινήσουν διά την ’Ιταλίαν διά να πολεμήσουν ; Ηθικώς είναι, βέβαια, άξια σεβασμού ή άπόφασις των αντιπροσώπων τού κομμουνιστικού κόμματος, τού ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ, να κακίσουν και να καταδικάσουν τας διαλυτικάς ενεργείας πού έγιναν είς την Μέσην ’Ανατολήν. Είναι, όμως, ανάγκη να ξεκαθαρίσωμεν το εξής πράγμα : εν ονόματι των έγιναν όσα έγιναν, και ή συνωμοτική όργάνωσις είς τας ενόπλους δυνάμεις μας — όργάνωσις, ή όποια ανεπτύχθη με σύστημα αύστηρότατον — έδρασε μέσα είς το πνεύμα τού ΕΑΜ. Το πνεύμα αυτό είχε διοχετευθή εδώ ως πνεύμα εμφυλίου πολέμου, ως πνεύμα μίσους,., ως πνεύμα ανατροπής της φυσικής στρατιωτικής ιεραρχίας, την οποίαν έξηγίασεν ή εποποιία της ’Αλβανίας, ως πνεύμα συστηματικού κατεξευτελισμού τού ανωτέρου από τον κατώτερον, ως τακτική συκοφαντίας, βρισιάς και χυδαιότητος.
Κύριοι, ό καθένας μας είναι υπεύθυνος όχι μόνον διά τας πράξεις του έκείνας, πού συνδέονται αμέσως με τον φυσικόν του οργανισμόν, αλλά και διά το πνεύμα του. Χρειάζεται λοιπόν ριζικήν άναθεώρησιν το πνεύμα τούτο, όταν διαπιστωθή — και διεπιστώθη ήδη και από αύτούς ακόμη τούς αντιπροσώπους του ΕΑΜ πού κατεδίκασαν το κίνημα — ότι οι φορείς και τα όργανα τού πνεύματος αυτού δεν ήμπορουν να το εγκολπωθούν και να το διερμηνεύσουν παρά μόνον εν συνδυασμώ με διαλυτικάς, άντιπειθαρχικάς, άντεθνικάς και άντισυμμαχικάς ενεργείας. Διότι και αυτό το τελευταίον έγένετο. Και έγένετο .μάλιστα και κάτι πολύ χειρότερον. Κατεβλήθη προσπάθεια ανατροπής της ισορροπίας, ή όποια υπάρχει και πρέπει να ύπάρχη είς τας σχέσεις των Μεγάλων Συμμάχων μεταξύ των. Δεν έπιασε, βέβαια, ή οικτρά αύτή προσπάθεια. Μόνον ηλίθιοι ήμπορουσαν να φαντασθούν ότι θα έπιανε. «Αν όμως δεν έγινε το κακό είς τας σχέσεις των «Άγγλων με τούς Ρώσους, έγινε, ωστόσο, είς την ίδικήν μας συνείδησιν, την οποίαν κακοί «Έλληνες έπεχείρησαν να φέρουν ένώπιον τού διλήμματος: ή ’Αγγλία ή Σοβιετική «Ένωσης — ή Άγγλοσάξωνες ή Ρώσοι. Το δίλημμα αυτό δεν υπάρχει, και είναι χρέος όλων μας να δώσωμεν τέρμα είς αυτόν τον κατήφορον της ηθικής ασυδοσίας γνωμών και συνθημάτων.
Τα κακά, κύριοι, τα όποια έσημειώθησαν με τας τραγικάς αφ’ ενός παραλείψεις και με τας ακόμη τραγικωτέρας αφ’ ετέρου πράξεις αίρονται βέβαια, λεκτικά και φρασεολογικά, με την ένωσιν όλων μας, ουσιαστικά όμως και πρακτικά αίρονται μόνον με την ένωσιν εκείνην, ή οποία θα βασισθή είς τούς έξης όρους:
α) Αι ένοπλοι δυνάμεις Μέσης ’Ανατολής πρέπει να στη ριχθούν απ’ έδώ κ’ εμπρός είς το καθεστώς ψυχών και είς την σύνθεσιν των στελεχών πού έχουν προκύψει από την καταστολήν του κινήματος. ’Οργανώσεις πολιτικαί είς τον στρατόν δεν είναι νοηταί και πρέπει να ξεριζωθούν οριστικά. Χωρίς αυστηρότατα πειθαρχημένον στρατόν δεν ή μπορεί να ύπάρξη ελεύθερος λαός.
β) Ό ανταρτικός στρατός της Ελλάδος πρέπει να ύπαχθή είς τον άμεσον και άπεριόριστον έλεγχον τού «Έθνους. Οποιαδήποτε και εάν είναι τα μέτρα πού χρειάζονται διά τον απόλυτον άποχρωματισμόν τού αντάρτικού αγώνος από κάθε κομματικήν ή ταξικήν χροιάν, τα μέτρα αύτά πρέπει να συμφωνηθοΰν και να επιβληθούν χωρίς δισταγμόν. Δημοκρατία και δυναμική όργάνωσις ενός κόμματος ή μιας μερίδος του λαού είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Κόμματα που έχουν δυναμικός οργανώσεις συντηρούν μέσα των τον άντιδημοκρατικόν πειρασμόν. Και εάν ακόμη δεν το θέλουν, εις την πρώτην ευκαιρίαν θα ασκήσουν βίαν. Την ασκούν άλλως τε ήδη. Ό ανταρτικός αγών του ΕΑΜ έχει, βέβαια, πολλάς πλευράς που τιμούν τους άντάρτας, έχει όμως συνυφανθή και με βαρύτατα αμαρτήματα κατά της δημοκρατίας, καθώς Επίσης και με μεθόδους ανήκουστους που δεν τας επιτρέπουν ή παράδοσις, ή φιλοτιμία και ή ιπποτική ψυχή των Ελλήνων.
γ) Εν συνδυασμω με τα μέτρα, τα όποια θα άρουν τα δυναμικά εμπόδια πού παρεμβάλλονται μεταξύ του λαού μας και της δημοκρατίας, πρέπει να άποφασίσωμεν πανηγυρικά να άσκήσωμεν την οίκουμενικήν έθνικήν έξουσίαν μας με σκοπόν και τέρμα την απολύτως έλευθέραν έκδήλωσιν των επιθυμιών του Ελληνικού Λαού επί όλων των προβλημάτων, του πολιτειακού, τού πολιτικού και τού κοινωνικού.
δ) Πρέπει να συμφωνήσωμεν μεταξύ μας επί των βασικών εθνικών μας βλέψεων, προ πάντων των εδαφικών, και πρέπει να διακηρύξωμεν πανηγυρικά έκείνας, αι όποΐαι είναι δυνατόν να διακηρυχθούν, διά τα πείσωμεν τούς τόσους εχθρούς της Ελλάδος, ότι δεν έχουν την πιθανότητα να εκμεταλλευθούν οποιανδήποτε ρωγμήν είς τούς κόλπους μας, αλλά και διά να έμψυχώσωμεν τον λαόν μας, χαρίζοντες είς αυτόν ένα νέον τόνον αισιοδοξίας.
ε) Πρέπει, θέτοντες κατά μέρος κάθε κομματικόν ή προσωπικόν ύπολογισμόν και άξιοποιοΰντες την νέαν έθνικήν αισιοδοξίαν πού θα έμπνεύσωμεν είς τον λαόν μας, να άνεβάσωμεν πάλιν είς το άνώτατον δυνατόν σημεϊον την πολεμικήν συμβολήν τού λαού μας είς την νίκην των συμμάχων. «Όπως ένικήσαμεν πρώτοι, ας είμεθα και είς την τελευταίαν και οριστικήν φάσιν της νίκης παρόντες.
Κύριοι, δεν είναι δυνατόν να το συλλάβη ή καρδιά μου, ότι δεν θα συνεννοηθώμεν είς τα σημεία αύτά. Είναι σημεία ελληνικά, έλληνικώτατα. Άτομικαί φιλοδοξίαι, κομματικοί υπολογισμοί, πικρίαι, πάθη, όλα πρέπει να παραμερισθούν. ‘Ολόκληρος ό κόσμος περιμένει από μάς να έξαρθώμεν είς το ύψος μιας μεγάλης ιστορικής εύθύνης. Εάν την συλλάβωμεν σωστά, θα δοξάσωμεν ακόμη μια φορά την Ελλάδα. Έπέσαμε, κύριοι, τον τελευταίο καιρό, έπέσαμε πολύ. Στο χέρι μαςείναι να ανεβούμε ξαφνικά και πάλιν είς το άνώτατον ύψος της προσδοκίας του παγκοσμίου κοινού. Ή προσδοκία του κόσμου είναι αφάνταστα μεγάλη. Εάν την ίκανοποιήσωμεν, θα μας χαρακτηρίση πρωτοπόρους είς την λύσιν του πανευρωπαϊκού προβλήματος.
Και πρέπει να πρόκυψη από το συνέδριόν μας λύσις θετική και δι* έναν άλλον λόγον. Εάν δεν πρόκυψη — αυτός είναι ό άλλος λόγος — θα παίξωμεν το παιχνίδι του εχθρού. Ό εχθρός έχει από καιρό θέσει είς εφαρμογήν το δεύτερον στρατηγικόν σχέδιόν του. Το πρώτον ήτο ή νίκη. Από την νίκην έχει παραιτηθή. Το δεύτερον είναι ή ματαίωσις της νίκης των αντιπάλων του, της ιδικής μας νίκης. Ή μόνη ελπίς διά τούς Χιτλερικούς σήμερα είναι να ματαιώσουν τη νίκην των συμμάχων, προκαλούντες ή ύποβοηθουντες, πριν από την τελικήν ήτταν του γερμανικού στρατού, την ριζικήν άλλοίωσιν των παρατάξεων της μεγάλης μάχης, δηλαδή μεταβάλλοντες την διάταξιν του αγώνος από διάταξιν πολέμου μεταξύ κρατών είς διάταξιν εμφυλίου πολέμου. Εάν την ώραν, κατά την οποίαν θα σπάση οριστικά ή πολεμική μηχανή του Χίτλερ, έχει ανάψει εμφύλιος πόλεμος είς την Εύρώπην, αι έννοιαι νικητών και ηττημένων δεν θα προφθάσουν να κρυσταλλωθούν, διότι θα παραχωρήσουν την θέσιν των είς τας εννοίας και διατάξεις πού θα έχουν προκύψει από τον έμφύλιον πόλεμον. Και υπολογίζει ό Χίτλερ, ότι ένας εμφύλιος πόλεμος είς την ήπειρωτικήν Εύρώπην θα φέρη και τούς τρεις μεγάλους Συμμάχους μας ένώπιον αδιεξόδων, ένώπιον του πειρασμού αντιθέτων μεταξύ των στάσεων. Έχομεν καθήκον να ματαιώσωμεν το σχέδιον αυτό τού εχθρού. Εάν δεν το ματαιώσωμεν, θα είμεθα ένοχοι απέναντι της ιστορίας. Εάν το ματαιώσωμεν, θα είμεθα άξιοι της ευγνωμοσύνης τού κόσμου.
Κύριοι, εκλέξατε και αποφασίσατε !
Εαν κανείς θέλει να μελετήσει κάποιο ιστορικό γεγονός, οι προσωπικές μαρτυρίες έχουν τα μειονεκτήματά τους – όπως άλλωστε όλες οι μέθοδοι της κοινωνικής και ιστορικής έρευνας. Από την άλλη όμως εξακολουθούν να αποτελουν υπερπολύτιμα ιστορικά τεκμήρια τα οποία, μέ σωστή αξιοποίηση και διασταύρωση, μπορούν να ρίξουν φως και να βελτιώσουν ουσιαστικά τις γνώσεις μας γύρω από ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός ή μία ιστορική περίοδο. Κατά συνέπεια, αυτή εδω η μαρτυρία του Κανελλόπουλου σίγουρα αποτελεί ένας πρώτης τάξης ιστορικό ντοκουμέντο.
Περιορίζομαι εδω σε δύο σκόρπιες παρατηρήσεις (το κείμενο έχει φυσικά πολύ περισσότερα σημεία άξια για σχολιασμό).
«’Εάν ή πρώτη μεγάλη παράλειψης βαρύνη την Κυβέρνησιν πού έφυγεν από τας Αθήνας, ή δευτέρα τραγική παράλειψης έγκειται είς την παθητικήν στάσιν και την άπουσίαν τού πολιτικού κόσμου (των περισσοτέρων πάντως πολιτικών, αλλά και στρατιωτικών ηγετών) από το προσκήνιον της επικινδύνου εύθύνης. Οι περισσότεροι από τούς ήγέτας ούτε είς την Μέσην Ανατολήν ήλθαν — και έπρεπε να έλθουν έστω και απρόσκλητοι, διότι το καθήκον το εκτελεί κάνεις και όταν δεν καλήται — ούτε είς τα βουνά ανέβαιναν, ούτε είς τον υπόγειον αγώνα των πόλεων κατέβαιναν.»
Είναι, κατά την γνώμη μου, απόλυτα εύστοχη η παραπάνω παρατήρηση. Η παθητικότητα του μη-αριστερού πολιτικού κόσμου, και άσχετα από τα όποια κίνητρά της, είχε ως αποτέλεσμα μία δραματική πτώση της όποιας εκτίμησης έτρεφε η κοινωνία για αυτούς τους πολιτικούς. Εκείνες τις τόσο δύσκολες ώρες, που η χώρα βρίσκονταν υπο στρατιωτική κατοχή, οι άνθρωποι αυτοί υπήρξαν (πλήν ελάχιστων, όπως ο Κανελλόπουλος) ολίγιστοι σαν ηγέτες. Και το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε λόγω της δικής τους ανεπαρκέστατης στάσης επιχείρησαν να το καλύψουν οι κομμουνιστές.
«Έπροτίμησα την ΐδρυσιν τοιούτων μαχητικών μονάδων, πού δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με την έσωτερικήν πολιτικήν, διότι πιστεύω, ότι υπό τον ζυγόν ξένων κατακτητών δεν επιτρέπεται να συνυφαίνωμεν τούς εθνικούςςαπελευθερωτικούς αγώνας με πολιτικάς κα! κοινωνικάς επιδιώξεις.»
Με δεδομένο ότι οι κατακτητές είχαν ένα ορισμένο ιδεολογικό υπόβαθρο, στο όνομα του οποίου έκαναν ότι έκαναν, θα ήταν αδύνατο να μην έχει ιδεολογικό υπόβαθρο και η αντίσταση εναντίον του κατακτητή. Καταλαβαίνω τι θέλει να πει παραπάνω ο Κανελλόπουλος αλλά δεν ήταν δυνατόν να μην έχει ιδεολογικό πρόσημο και η Αντίσταση. Αυτή καθεαυτή η εναντίωση στον *συγκεκριμένο* κατακτητή σήμαινε αν μη τι άλλο και εναντίωση στις ιδεολογικές αξίες στο όνομα των οποίων δικαιολογούσε τις πράξεις του ο κατακτητής – π.χ., η πάλη ενάντια στον φασισμό αναγκαστικά σήμαινε και πάλη ενάντια στο σύστημα αξιών του φασισμού, και αρα υιοθέτηση αντίθετων αξιακών συστημάτων (κάποιοι, π.χ., θα στρέφονταν προς τον κομμουνισμό, κάποιοι άλλοι προς την φιλελεύθερη δημοκρατία). Άλλωστε, ακόμα και οι μη-αριστερές αντιστασιακές οργανώσεις της εποχής είχαν ένα κάποιο ιδεολογικό πρόσημο, όπως επίσης και κοινωνικοπολιτικές επιδιώξεις (π.χ., αρκετές ήταν αναντίον της μοναρχίας). Εν τέλει, κάτι αναμενόμενο μέσα στα πλαίσια της δεδομένης καταστασης, όπως επίσης και κατανοητό.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Γιάννη (ΔΠ)
σχεδόν… συγκινήθηκα όταν διάβασα την ομιλία του Κ. Γιατί διατύπωνε με κρυστάλλινη διαύγεια (τον Μάιο του ’44) κάποιες θέσεις και απόψεις που μου πήρε 10 χρόνια μελέτης να τις σχηματίσω από μόνος μου. Κι εγώ το διάβασα μόλις χθες, χάρις στον ακάματο grenade.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Μεγάλη, πολύ μεγάλη και ευγενική ψυχή ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος!
Η πατρίδα μας δεν έχει γεννήσει πολλούς σαν κι αυτόν. Και μόνο άνθρωποι ‘μικροί’ μπορούν (πια) να μιλούν άσχημα για έναν τέτοιο Γίγαντα του πνεύματος.
Είχα τη χαρά και την τιμή να τον ‘ζήσω’ λιγάκι από κοντά και ο ίδιος.
Ελόγου μου, φίλε Πάνο, ένιωσα τη συγκίνηση αυτή που λέτε, διαβάζοντας τη μνημειώδη εκείνη ομιλία, εδώ και τουλάχιστο 35 χρόνια…
Είναι το τελευταίο κείμενο του μικρού αλλά σημαδιακού βιβλίου τού Π.Κ. «Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου (1939-1944)» [1964].
Μαζί με το, άλλου (λυρικού) τόνου, «Ελληνική Εποποιΐα 1940-1941» του Α. Τερζάκη, αυτό ακριβώς ήταν το βιβλίο που με πρωτόμπασε στα βαθιά τής 10ετίας του ’40…
Μακάρι αυτό το (σπάνιας ποιότητας!) βιβλίο, να μπορούσαμε να το ανεβάσουμε στις «Σημειώσεις» ολόκληρο!
Πολλά μπράβο στον Χειροβομβίδα (Grenade)!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
«διατύπωνε με κρυστάλλινη διαύγεια (τον Μάιο του ’44) κάποιες θέσεις και απόψεις που μου πήρε 10 χρόνια μελέτης να τις σχηματίσω από μόνος μου.»
Είναι ακριβώς αυτή η διαύγεια που έχει ο λόγος του Κανελλόπουλου η οποία προσωπικά μου αρέσει. Δεν συμφωνώ φυσικά με όλα οσα λέει αλλά παρόλα αυτά, λόγω του ότι εκφράζεται πεντακάθαρα, ωθεί τον αναγνώστη σε σκέψη ακόμα και στα σημεία με τα οποία διαφωνεί μαζί του. Δεν είναι και λίγο αυτό.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
https://dokumen.tips/documents/-568bef551a28ab89338bcaa8.html
Παναγιώτης Κανελλόπουλος – Δια Χειρός
Μου αρέσει!Μου αρέσει!