Αλάτι - πιπέρι

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ 15 ΣΤΕΚΙΑ ΙΙ

Του Αντώνη Μαντζάρη
Σύμφωνα και από κάτι δημοσιεύσεις φίλων μου αναδεικνύεται η απάτη της λειτουργίας δήθεν του ιατρείου του Ε.Ε.Σ στο συγκεκριμένο οικόπεδο. Τα μόνα ιατρικά υλικά που είχαν ήταν μπαμπάκι, οινόπνευμα άντε και οξυζενέ. Κανένας εξοπλισμός για διάσωση σε περίπτωση πνιγμού. Απλώς χρησιμοποιούσαν το οίκημα για να μένει καμιά νοσοκόμα, που το μόνο που έκανε ήταν να ψαρεύει.
Καμιά φορά έριχνε τα δίχτυα και στους νεαρούς που συχνάζανε μπροστά στην αμμουδιά του Ε.Ε.Σ. Έτσι όμως δικαιολογούσε την ιδιοκτησιακή της παρουσία.
Λόγω επαγγέλματος(μαθηματικός γαρ) θα αναφερθώ σε ένα συμβάν, που αφήνει άφωνο καθένα που θα θελήσει να τρέξει την θεωρία των πιθανοτήτων.
Μια από τις νοσοκόμες του ΕΕΣ πηγαίνοντας να κολυμπήσει διεπίστωσε όταν βγήκε έξω στην ξηρά ότι έχασε τα κλειδιά της. Μέρες μετά ρίχνοντας την πετονιά από έξω από την ακτή αντί για ψάρι, έπιασε τα κλειδιά της.
Συνεχίζω από κεί που σταμάτησα τη ροή της αφήγησής μου.
Είμαστε στο στέκι του Ερυθρού Σταυρού το πιο πολύβουο και πολυσύχναστο της παραλίας μας. Ξεχώρισε πιστεύω γιατί ήταν κέντρο απόκεντρο.
Κέντρο γιατί απείχε λίγα μέτρα από την πλατεία και τη σκάλα, από την οποία αποβιβάζονταν οι Θεσσαλονικείς με τα καραβάκια. Απόκεντρο γιατί ήταν μακρυά από τα μαγαζιά, το πιο κοντινό ήταν ο Γλάρος, και δεν μας κυνηγούσαν οι μαγαζάτορες και τα γκαρσόν για την αναστάτωση που προκαλούσαμε. Σαυτή την ακρογιαλιά πρωτοποριακά καθιερώσαμε και δύο δράσεις που αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλα μέρη της παραλίας. Αυτές συνήθως γινότανε τα βράδια του Σαββάτου όπου η συμμετοχή ήταν μεγάλη. Γινόμασταν παρέες μεγάλες από Περαιώτες και παραθεριστές το βράδυ μετά το σινεμά, συνήθως το Ρεξ, γιατί ήταν κοντά, αράζαμε στην αμμουδιά του Ερυθρού Σταυρού και ανάβαμε φωτιά. Καθόμαστε γύρω της, ακούγαμε και παίζαμε ξένη μουσική, μερικοί ξεφεύγανε γιατί πίνανε. Μια τέτοια μέρα έγινε ένα περιστατικό με ποτά απόδειξη και του ανταγωνισμού που υπόβοσκε μεταξύ των ντόπιων και των παραθεριστών. Ένας από τους Θεσσαλονικείς, σε ένα από τα νυχτερινά μας γλέντια έφερε ουίσκι και προκαλούσε όποιος ήθελε να πιει μαζί του ένα ποτήρι σα σφηνάκι. Ένας Περαιώτης δέχτηκε την πρόκληση με την προϋπόθεση το επόμενο Σάββατο να δοκιμάζαμε με ένα ντόπιο ποτό. Πέρασαν τη δοκιμασία και έτσι το επόμενο Σάββατο μαζευόμαστε, ανάβουμε τη φωτιά και περιμένουμε την επίδειξη με το ντόπιο ποτό που είναι τσίπουρο ματάβγαλμα 25 γράδων(1 γράδο=2,27 βαθμοί)
που αντιστοιχεί σε 57 βαθμούς ενώ το ουίσκι έχει 43 βαθμούς. Ξύπνιος ο Περαιώτης βάζει στο ποτήρι του ούζο με 35 βαθμούς και δίνει στο αντίπαλο το ποτήρι γεμάτο τσίπουρο με 57 βαθμούς. Το αποτέλεσμα ήταν πριν καν κατεβάσει το μισό ποτήρι τσίπουρου να πέσει ξερός και να συνέλθει αφού του κάνανε ένεση με καφεΐνη. Αυτό είχε σαν αιτία να μη διασκεδάζουμε πια με ποτά, αλλά κάνοντας βραδινό μπάνιο με τα ρούχα. Αργότερα στη δεκαετία του 70 που η παραλία μας γέμιζε από ξένες τουρίστριες κάναμε πάλι βραδινά μπάνια αλλά χωρίς ρούχα.
Δεν ξέρω αν θα επανέλθω σαυτό το στέκι γιατί δεν εξαντλούνται όλες οι ιστορίες που εκεί βιώσαμε.
Καιρός όμως να αλλάξουμε στέκι και να μεταφερθούμε στο άλλο, που ήδη έχω αναφέρει, τα Κύματα.
Προηγουμένως όμως θα σταματήσουμε στην Κυανή Ακτή και μετά στην Αίγλη που ήταν τα στέκια των μεγαλύτερων από εμάς ηλικιών. Η παρουσία τους έδινε ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα στην παραλία μας γιατί ήταν κυρίως μεγαλοαστοί. Μερικοί Περαιώτες που συγχρωτίζονταν μαζί τους, λόγω και των γνωριμιών, εξελίχθηκαν. Ένας έγινε Πρόεδρος στον Άρη και άλλοι γιατροί, δικηγόροι , συμβολαιογράφοι, πετυχημένοι επαγγελματίες. Συχνά κάνανε χοροεσπερίδες και γλεντούσανε με χορούς και τραγούδια, νοτιοαμερικάνικα, αμερικάνικα, ιταλικά, δίνοντας και σε μας, που εκστασιασμένοι τους παρακολουθούσαμε, τη σκυτάλη της ξενόφερτης κουλτούρας αργότερα με τον Έλβις Πρίσλεϊ, τους Μπιτλς κλπ
Τα Κύματα έγινε ένα στέκι πιο κλειστό και πιο ήρεμο. Μόνο εγώ και ο Μπάμπης ο Σκαρτάδος από το στέκι του ΕΕΣ και την παρέα των Περαιωτών
ενταχθήκαμε σαυτό στο οποίο συναντούσαμε αγόρια και κορίτσια, της πόλης που παραθέριζαν στην περιοχή γύρω από το Θέτις. Συνήθως κολυμπούσαμε και μετά με τις ώρες παίζαμε διάφορα πνευματικά παιχνίδια, όπως των δέκα ερωτήσεων, σπαζοκεφαλιές, σκάκι στις οποίες επειδή διακρινόμασταν αποκτήσαμε το σεβασμό τους. Ψυχή αυτής της παρέας ήταν ο Μπάμπης ή Τσαρλς Μπρόνσον όπως τον αποκαλούσαν λόγω των αδρών χαρακτηριστικών του. Με τη σοβαρότητα και την διακριτικότητά του απέκτησε την εμπιστοσύνη και την αγάπη μερικών κοριτσιών της παρέας. Εμένα για ένα ακατανόητο λόγο δε μου είχαν και πολύ εμπιστοσύνη. Σαυτό το στέκι ήμουν μέχρι που τελείωσα το Πανεπιστήμιο.
Αργότερα ένα ξεχωριστό στέκι δημιουργήθηκε στην κοινοτική πλαζ με το μπαρ Μπαρμπαρέλα στη δεκαετία του70 που θα αναφερθώ στο μέλλον

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s