
Ο Χατζιδάκις ξεκινάει αναρωτώμενος αν μπορεί να γίνει μια ψύχραιμη και αντικειμενική αποτίμηση του ρεμπέτικου και απαντά ο ίδιος: Όσο να ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία. Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλει τη δύναμή του, λίγο πολύ σ’ όλους μας, είτε θετικά είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, Ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει να αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους.
Αβίαστα προκύπτει το πρώτο συμπέρασμα: Δεν ήταν ο Χατζιδάκις που ανακάλυψε το ρεμπέτικο και στη συνέχεια το σύστησε στην αστική τάξη της Αθήνας. Αυτό είχε ήδη συμβεί, από το παντοδύναμο χέρι της αγοράς, όπως αυτή λειτουργούσε στο χώρο της διασκέδασης. Στο Θέατρο Τέχνης, εκεί που δόθηκε η διάλεξη, δεν κρίθηκε τίποτα άλλο, πέρα από την προδιάθεση ελάχιστων ανθρώπων, ορισμένοι από τους οποίους θεωρούσαν τον εαυτό τους μουσικούς θεματοφύλακες, απέναντι στο νέο, ρωμαλέο και ήδη εδραιωμένο μουσικό είδος. Και αυτό παραμένει αμφίβολο, αν δηλαδή ο Χατζιδάκις τους γύρισε τα μυαλά. Αυτό που έχει σημασία και ενδιαφέρον είναι η προσέγγιση που κάνει ο Χατζιδάκις στο ρεμπέτικο.
Ο ομιλητής ξεκαθαρίζει ότι πιστεύει στην αξία του ρεμπέτικου, ανεξάρτητα από τη μόδα της εποχής. Ωστόσο, παίρνει αμέσως αποστάσεις: Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Βέβαια, το ρεμπέτικο ήταν ήδη σε καθημερινή χρήση. Ο Χατζιδάκις, μετά από αυτή την αυστηρή προσέγγιση στο ρεμπέτικο, εξηγεί το ενδιαφέρον του γι’ αυτό με την αποκαλυπτική όσο και εκπληκτικά ειλικρινή φράση δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο… Στο ρεμπέτικο λοιπόν ο νεαρός μουσικός βλέπει κάτι που δεν υπήρχε πουθενά αλλού, στο μουσικό τοπίο του 1949.
Ο Χατζιδάκις επιστρέφει στα χρόνια της Κατοχής και περιγράφει τις πρώτες του επαφές με το ρεμπέτικο. Πρώτα διαπιστώνει τη διάθεση φυγής: θα πάω εκεί στην αραπιά. Στη συνέχεια, τον ανικανοποίητο ερωτισμό: Κουράστηκα για να σε αποκτήσω αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή (σημ. ο στίχος του Τσιτσάνη λέει “τρελή” και όχι τρανή. Ίσως είναι τυχαίο λάθος, ίσως όχι). Για μετά την απελευθέρωση ο Χατζιδάκις επισημαίνει το παιχνίδι του ρεμπέτικου με πολύ και πηγαίο χιούμορ … γύρω από δραματικές περιπτώσεις. Δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα άλλο παρά τα αντι-βρετανικά τραγούδια του Δεκέμβρη, καθώς και τα τραγούδια της ήττας του Δεκέμβρη. Ο Χατζιδάκις, άλλωστε, ήταν ένας από τους αριστερούς φυγάδες της Αθήνας, μετά το τέλος των συγκρούσεων. Προφανώς είχε ακούσει το τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά και το μας πήραν την Αθήνα. Προφανώς, επίσης, είχε ακούσει και άλλα, που δεν έφτασαν ως εμάς. Σε κάθε περίπτωση, αμέσως μετά το χιούμορ, το ρεμπέτικο επιστρέφει με μεγαλύτερο άγχος στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής.
Στη συνέχεια ο Χατζιδάκις κάνει μια σχεδόν μαρξιστική ανάλυση των κοινωνικών συνθηκών μετά τον μεγάλο πόλεμο, οι οποίες επηρεάζουν και το ρεμπέτικο, το οποίο έρχεται να εκφράσει την βαριά τραυματισμένη παρθενική ψυχικότητα του λαού μας. Και διατυπώνει τη φράση η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από δω πηγάζει η θεματολογία του. Την οποία συνοψίζει: ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός και επιτακτική τάση φυγής από την πραγματικότητα με οποιοδήποτε τεχνικό μέσο. Εννοεί το χασίς και τ άλλα ναρκωτικά. Δέχεται ότι όλο αυτό είναι παρακμή, η οποία όμως προέρχεται, αντίθετα με τη γαλλική παρακμή του μεσοπολέμου, από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. …
Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.
Είναι μια από τις πιο αξιόλογες θέσεις του νεαρού Χατζιδάκι, καθώς τολμά να αντιπαραβάλει την αλήθεια των αγράμματων δημιουργών του ρεμπέτικου, με το ενδιάθετο δήθεν των σπουδαγμένων και καλλιεργημένων συναδέλφων τους της σοβαρής μουσικής. Ο Χατζιδάκις τολμά να το κάνει καθώς είναι ο ίδιος σπουδαγμένος μουσικός, ήδη αναγνωρισμένος στους μουσικόφιλους κύκλους της Αθήνας, αλλά κα αβίαστα ενταγμένος στην καλή κοινωνία της πρωτεύουσας, παρά τις περιπέτειες του με την Αριστερά και την ΕΠΟΝ. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι χρειάζεται καρδιά από ατσάλι και άγνοια κινδύνου, για να τα πει αυτά κανείς το Γενάρη του 1949, έχοντας στην πλάτη του τα γνωστά πολιτικά αμαρτήματα.
Στη συνέχεια της διάλεξης ο Χατζιδάκις προσπαθεί να αποδείξει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση, να αποδείξει δηλαδή ότι το ρεμπέτικο είναι ελληνικό μουσικό είδος. Λέει ότι το ρεμπέτικο κατορθώνει με μία θαυμαστή ενότητα να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση … που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Στη συνέχεια αναφέρεται στα όργανα (μπουζούκι και μπαγλαμάς) και στους χορούς (ζεϊμπέκικος, χασάπικος, σέρβικος) και στην προέλευση του ρεμπέτικου από το βυζαντινό μέλος και από το δημοτικό τραγούδι. Στο τμήμα αυτό της διάλεξης αναφέρονται θέσεις που σήμερα θεωρούνται αμφιλεγόμενες. Ενδιαφέρουσα, ωστόσο, είναι η άποψη που αναπτύσσει ο Χατζιδάκις ότι το ρεμπέτικο είναι συγκρατημένο και δεν έχει πάθος, στη μελωδία στα λόγια και στο χορό. Όλα δίνονται απέριττα με μία εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Με αυτόν τον τρόπο ο Χατζιδάκις συνδέει, κάτι παραπάνω από τολμηρά, το ρεμπέτικο με την αρχαία ελληνική τέχνη και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.
Στη συνέχεια ανεβαίνουν στη σκηνή ο Μάρκος Βαμβακάρης με τη Σωτηρία Μπέλλου και το συγκρότημα της. Παίζονται τα τραγούδια Φραγκοσυριανή και εγώ είμαι το θύμα σου, του Μάρκου, το σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα της Μπέλλου, το Μπαξέ Τσιφλίκι του Βασίλη Τσιτσάνη και το άνοιξε – άνοιξε του Γιάννη Παπαϊωάννου. Πριν ακουστεί το τελευταίο τραγούδι, ο Χατζιδάκις υμνεί την Αρχόντισσα του Τσιτσάνη, την οποία τοποθετεί κοντά στον Ερωτόκριτο του Κορνάρου στο Ματωμένο Γάμο του Λόρκα και λέει για τη μελωδική της γραμμή ότι αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αναφέρεται και στο νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το οποίο, περιέργως, θεωρεί ότι ασχολείται με το ερωτικό ανικανοποίητο, όπως η Αρχόντισσα και το άνοιξε – άνοιξε.
Όταν τελειώνει η ορχήστρα, ο Χατζιδάκις λέει δυο κουβέντες ακόμα: Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν. Έτσι κι εμείς. Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους.
Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.
Ολόκληρη η διάλεξη του 1949: https://www.manoshadjidakis.com/dialexi-gia-to-rempetik%ce%bf/
Υπάρχουν πολλά κείμενα που σχολιάζουν και αναλύουν τη διάλεξη του Χατζιδάκι. Απόφυγα να τα ξαναδώ καθώς διάβαζα και σχολίαζα ο ίδιος τη διάλεξη. Φυσικά, αυτή η δουλειά θα γίνει στη συνέχεια, αλλά προς το παρόν θέλησα να δω το κείμενο χωρίς καμία προκαταβολική επιρροή.
Στη συνέχεια (μάλλον για πρώτη φορά στο διαδίκτυο) μπορείτε να διαβάσετε ένα κείμενο του ίδιου του Μάνου Χατζιδάκι, που είναι, εν πολλοίς, σχολιασμός στη διάλεξη του 1949.
*
Μάνος Χατζιδάκις: Ρεμπετολογία
Δημοσιευμένο στο Ραδιοπρόγραμμα τον Μάιο του 1978.
Πηγή: Ηλίας Πετρόπουλος, Ρεμπέτικα Τραγούδια, ΚΕΔΡΟΣ.
Η Ρεμπετολογία στον καιρό μας, πάει να πάρει μια μορφή υστερίας. Δεν είναι νοητό να ‘σαι νέος και “προβληματιζόμενος” χωρίς να βυθίζεσαι με ηδονή και… κατανόηση στους αυτοσχεδιαστικος μαίανδρους ενός μπουζουκιού ή στις ατέλειωτες λεπτομέρειες γύρω από πρόσωπα και πράγματα της εποχής της παρανομίας για το ρεμπέτικο. Δηλαδή,από το ’25 περίπου ως το ’40. Κι όλ’ αυτά, με σχόλια, φωτογραφίες, ντοκουμέντα, αναμνήσεις, αναλύσεις, με αντεγκλήσεις και αντίθετες απόψεις, με άρθρα και δημοσιεύματα, χωρίς τελειωμό.
Και οι έμποροι, οι κάθε λογής έμποροι, θησαυρίζουν, οι δημοσιογράφοι, ειδικά ορισμένοι δημοσιογράφοι, γράφουν δήθεν ιστορία και σχεδόν όλοι οι νεοέλληνες, ζούνε δήθεν σοβαρά την εποχή τους και το χώρο τους. Φυσικά, οι μόνοι κερδισμένοι απ’ όλη αυτή την ιστορία είναι οι έμποροι – οι δισκογραφικές εταιρείες, εκδότες και οργανωτές.
Οι υπόλοιποι, μένουν με την πολλήν αφέλεια στο χέρι και με γνώση ύποπτης αξίας στο κεφάλι. Υπάρχουν αρκετοί νέοι, που είναι πολύ καλά πληροφορημένοι αλλά ανεπαρκώς σκεπτόμενοι. Που διαθέτουν ευαισθησία ομαδική, αλλά αμφισβητήσιμη προσωπική. Αυτοί, λοιπόν, εκστασιάζονται μπρος στους εναπομείναντες ρεμπέτηδες, όταν διάφοροι έμποροι ασυνείδητοι, τους κουβαλάν και τους εκθέτουν επί χρήμασι.
Κανείς δεν σκέφτεται εκείνη τη στιγμή, ότι, την ρωμιοσύνη τούτη είναι να μην κλαις.
Σημασία έχει πως όλ’ αυτά τα λέω εγώ που το ’48 πριν τριάντα χρόνια, πρωτομιλούσα για το ρεμπέτικο τραγούδι αποκαλύπτοντας το, μπρος σ’ ένα πολύ αξιόλογο κοινό και μες στον χώρο που λειτουργούσε το επαναστατικό τότες Θέατρο Τέχνης. Στην πλατεία του Αη-Γιώργη του Καρύτση. Τω καιρώ εκείνω, το Ρεμπέτικο ήταν υπαρκτό, και αθέατο συγχρόνως. Χρειαζότανε τόλμη και ν’ αναφέρεις το όνομα, μιαν εποχή που ο αστισμός δεν είχε ακόμη γελοιοποιηθεί από τους εσωτερικούς μετανάστες, και διατηρούσε τις αρχές του και την πνευματική του υπόσταση.
Και στο κάτω – κάτω, η πολύ νεανική μου ευαισθησία τι είχε τότε ν’ αντικρύσει και να δεχτεί; Τα αισθηματικά τραγουδάκια του Αττίκ και του Χαιρόπουλου, τα πατριωτικά ταγκό με την Βέμπο και την Κάκια Μένδρη και τη βαλκάνια συμπλεγματική συμφωνική Μουσική των εθνικών μας ακαδημαϊκών μουσουργών, χωρίς καμιάν απολύτως έλξη. (Ο Καλομοίρης ακόμη δεν είχε την τωρινή του όψη και ο Σκαλκώτας ήταν χαμένος στα τελευταία αναλόγια της Κρατικής – τύπος με χιούμορ, όπως τον χαρακτήρισε σαν πέθανε ο τότε Γενικός του Διευθυντής).
Η αναζήτηση λοιπόν μιας άλλης μουσικής, ήταν εκτός από μια τόλμη και μια βαθύτερη ανάγκη για κείνους τους καιρούς, που κιόλας υπήρχαν ο Γκίκας, ο Τσαρούχης και ο Μόραλης στη Ζωγραφική, ο Πικιώνης στην Αρχιτεκτονική και ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Γκάτσος και ο Ρίτσος στην ποίηση. Μια εποχή που τοποθετούσε σε ισχυρό βάθρο τον Καβάφη και ανακάλυπτε τη Γυναίκα της Ζάκυνθος. Που μας υποχρέωνε να ψάχνουμε και να βρούμε ένα πρόσωπο πιο αληθινό για την εθνική μας ταυτότητα.
Τότε δεν έκαν’ άλλο από το να ‘μαι ένα παιδί του καιρού μου με συνέπεια. Σήμερα όμως; Ύστερα από τριάντα ολόκληρα χρόνια; Άλλαξα εγώ; Όχι. Όλα φωτίζονται τόσο διαφορετικά. Φαντάζει αστείο τούτη η επιμονή μας στα Ρεμπέτικα, μια εποχή που οι ψαράδες μας αρχίσανε να τραγουδάν κινέζικα.
Το Ρεμπέτικο δεν υπάρχει περίπου από το ’50. Κι είναι μια πλάνη να γιορτάζεται στον καιρό μας σαν πηγή, την ώρα που η αστική ανοχή έχει αμβλυνθεί, κι όχι γιατί ελευθερώθηκε, αλλά γιατί απονεκρώθηκε, χωρίς ν’ αφήσει διάδοχο στη θέση της.
Έχω διαβάσει πλήθος δημοσιεύματα και σχόλια για ένα βιβλίο που εντυπωσίασε για τον κόσμο που περιείχε. Την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη. Έμεινα κατάπληκτος για αυτά που βρίσκαν μέσα οι σχολιαστές ειδικοί. Για μένα καθρεφτίζει μιζέρια και ανθρώπινη αθλιότητα, που δεν θα ’ταν άχρηστη, αν ορισμένοι “ ειδικοί” δεν την χρωμάτιζαν με παραμορφωτικά γυαλιά και δεν την εμφάνιζαν σαν κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είναι.
Οι Ρεμπετολόγοι και οι νεαροί διανοούμενοι, μαζί με τους “ προοδευτικούς” δημοσιογράφους το είδαν σαν μια μεγαλειώδη αναπαράσταση ενός κόσμου που θεμέλιωνε λαϊκή κουλτούρα σ’ ανύποπτους χρόνους.
Και αφελές και λάθος.
Πρέπει ασφαλώς να ξεχάσουμε το βιβλίο και την ασημαντότητα που αναδύει για να χαρούμε τουλάχιστον μερικά όμορφα τραγούδια του Βαμβακάρη, πανέμορφα μες στην αφέλειά τους και γνησίως Λαϊκά.
Το Ρεμπέτικο έπαψε να υπάρχει, απ’ τη στιγμή που το πιάσαμε στα χέρια μας – σαν τις τοιχογραφίες στις κατακόμβες του Φελλίνι, που εξαφανίστηκαν μόλις τις άγγιξε ο αγέρας από τον πάνω κόσμο.
Το Ρεμπέτικο υπήρχε μόνον έναν καιρό που λειτουργούσε παράνομα σε απρόσιτες και απομακρυσμένες κρυψώνες, κάπου στα πέριξ.
Ακόμα υπήρχε και όταν άρχιζε να εκφράζει λειτουργικά, πάθη και βιώματα μεταπολεμικά μιας ανώνυμης, ζαλισμένης απ’ τη καταστροφή, προδομένης μάζας, που ένιωθε την ανάγκη της ερωτικής επικοινωνίας και δεν μπορούσε, και τη διάθεση να ξεφύγει από την πραγματικότητα της, και πάλι, δεν μπορούσε.
Όλη αυτή η περίοδος μας έδωσε ογδόντα τραγούδια. Τίποτα παραπάνω.
Ογδόντα τραγούδια και έναν μύθο, γραφικό σήμερα. Γραφικό όπως ο Θεόφιλος και ο Καραγκιόζης.