
Ο καπετάν -Θοδωράκης βρισκόταν ήδη για χρόνια στη Ζάκυνθο, μετά το οριστικό ξεπάστρεμα των αφορεσμένων κλεφτών στα 1805. Στο Μωριά είχε έναν αρβανίτη φίλο εκ πατρός, τον Αλή Φαρμάκη, πλούσιο και δυνατό γαιοκτήμονα. Όταν έγινε ο Βελής (του Αλή -πασά ο γυιός) κύριος του Μωριά, θέλησε να εφαρμόσει την πολιτική του μπαμπά του, δηλαδή να κόβει τα κεφάλια των δυνατών του τόπου, για να εδραιώνεται έτσι η δική του εξουσία. Έβαλε λοιπόν στο μάτι τον Φαρμάκη και τον πολιόρκησε, με στρατό και κανόνια.
Τις συναρπαστικές λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας, πως δηλαδή μπήκε ο καπετάν – Θοδωράκης ξανά στο στόμα του λύκου, για να βοηθήσει τον πατρικό του φίλο (δεν είχαν συναντηθεί ποτέ οι δυο τους, αλλά οι πατεράδες τους ήταν αδελφοποιτοί – κι αν αυτό σας θυμίζει την Ιλιάδα του Ομήρου καλώς σας τη θυμίζει) και τι ακολούθησε, θα σας τις αφηγηθώ με λεπτομέρειες, αν είμαστε καλά, μιαν άλλη φορά. Σήμερα, ας περιοριστούμε σ’ ένα σπαρταριστό διάλογο ανάμεσα στον καπετάνιο και σ΄ έναν ανιψιό του Φαρμάκη, που σαν είδε πόσο ασίκικα πολεμούσε ο παλιός κλέφτης, δεν κρατήθηκε και του είπε: Συνέχεια ανάγνωσης «Ο ένας από το μαλλί, ο άλλος από την… « →