
(απόσπασμα. Στην ανάρτηση της πηγής παρατίθενται 123 παρόμοια περιστατικά και πολλές φωτογραφίες)
95) Το παρακάτω αποτελεί απόσπασμα του αυτοβιογραφικού έργου του Μίκη Θεοδωράκη Δρόμοι του Αρχάγγελου.
(Βρισκόμαστε στην Κρήτη των τελών του 1949, ο Μίκης Θεοδωράκης έχει επιστρέψει στο πατρικό του από την Μακρόνησο. Πρακτικά ο Εμφύλιος έχει λήξει)
Όταν πλησιάζαμε στην γέφυρα του Κλαδισού, για να μπεις στα Χανιά ένας χωροφύλακας μας έκανε σήμα να σταματήσουμε και να παρκάρουμε πίσω από την ουρά παρκαρισμένων λεωφορείων και αυτοκινήτων, που είχαν στηθεί στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Μας διέταξε να βγούμε έξω. Ο θείος του είπε «Τμηματάρχης της Γενικής Διοικήσεως». Όμως ο χωροφύλακας χωρίς να εντυπωσιαστεί από το αξίωμα, θα έλεγα ζοχαδιασμένος, του λέει «Κι ο Παπάγος να σουνα το ίδιο μου κάνει. Θα βγείτε όλοι για να δείτε όλοι.» Μια ουρά από χωριάτες και χωριάτισσες κάπου διακόσια μέτρα μάκρος, είχε σχηματιστεί και βάδιζε αργά προς τον Κλαδισό. Εκεί είχαν κρεμάσει τον καπετάν Γιώργη, τον φόβο και τον τρόμο της Χωροφυλακής και γενικότερα των «εθνικών δυνάμεων» της περιοχής. Είχαν φτιάξει ένα είδος κρεμάστρας, με χοντρά κλαδιά από δέντρα κι από εκεί κρέμονταν σαν σφαχτάρια οι σκοτωμένοι αντάρτες και αντάρτισσες. Τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, όλοι όσοι έμπαιναν κι όσοι έβγαιναν από τα Χανιά και που θα περνούσαν υποχρεωτικά τη γέφυρα, θα έπρεπε να παρελάσουν μπροστά στους κρεμασμένους για «να δουν». Συνέχεια ανάγνωσης «Το χρονικό των κομμένων κεφαλών» →