1821

Φίλε, ο καιρός παρέρχεται, και δεν προσμένει την εδικήν μου και εδικήν σου αργοπορίαν

papaflessa2

Αδελφέ Θυμήδη (Ξάνθε),

Δεν ηξεύρω δια τι περιωρίσθης εις τον ορίζοντά σου, και άλλο δεν ηξεύρεις πλέον να συμβουλεύεις τον Δικαίον να μην ορμά κατά τη συνήθειάν του και άλλα κουραφέξαλα. Ο Δικαίος, φίλε, έκαμεν ως επροστάχθη’ τα δανείσματα (γράμματα) έγειναν προς τα σύννεφα (τους Φιλικούς) από μέρους της βροχής (της Αρχής της Φιλικής). Αυτά βιαζόμενα επολλαπλασιάσθησαν’ τι θέλεις η ευγενεία σου; Να μην ακουσθή μικρός καν δούπος; Οι φρόνιμοι πρότερον σκέπτονται ταύτα, και ύστερον αποφασίζουν, και εις τας αποφάσεις μένουν σταθεροί. Θαυμάζω πόθεν η βραδύτης του σεβαστού Καλού (Αλέξανδρου Υψηλάντη) και δεν εφάνη μέχρι τούδε εις το Ν.2 (την Πελοπόννησο). Περιμενόμενος από πολλού καθώς υπεσχέθη και διέταξεν εις το Ν.104 (Ισμαήλι), εγώ εξετέλεσα τας διαταγάς αυτού και τα πρακτικά μου οπωσούν και προ ολίγων ημερών, και τώρα εν εκτάσει γενικώς προς τους κυρίους (τους αρχηγούς της Φιλικής). Το παν της πραγματείας μας επληρώθη. Οι πρόθυμοι (οι Ρωμιοί) ενταύθα και εις Ν.20 (τα Γιάννενα) και Ν.26 (Ρούμελη), ίστανται κεχηνότες, ως και οι δυστυχείς (αρχιερείς)  και οι εκδικητικοί (οι προεστοί του Μωριά) μας διέταξαν βριαρέως (στρατηγούς). Εφρόντισαν και ικανά υποδήματα (χρήματα), εδάνεισαν (έγραψαν) και προς ους έδει, ως προέγραψαστείλαντες τζιράκια (αποστόλους) εις ευταξίαν των πραγμάτων, και συντόμως ειπείν, έχουν τα ώτα αναπεπταμένα προς την ηχώ αυτού. Αλλά τι δυστυχία εις τους αθλίους προθύμους! Εν ω ελπίζομεν να ίδωμεν ενταύθα τον Καλόν (Αλέξανδρο Υψηλάντη), όσον τάχιστα, και εβιαζόμεθα, μανθάνομεν ότι έτι χρονοτριβεί εις το νούμερόν του (την κάθοδό του).  Συνέχεια ανάγνωσης «Φίλε, ο καιρός παρέρχεται, και δεν προσμένει την εδικήν μου και εδικήν σου αργοπορίαν»