Πρόσωπα

Τίποτα δεν πάει χαμένο;

img_2683

Άρης Αλεξάνδρου 

Προοίμιο

Ο Γιώργος Λιανόπουλος γεννήθηκε στα 1919. Προερχόταν από οικογένεια βενιζελική, ο πατέρας του Νικόλαος, με καταγωγή από τις Κονίστρες Ευβοίας, ήταν ανώτερος κρατικός λειτουργός, στέλεχος του Υπουργείου Εσωτερικών – αργότερα, στη δεκαετία του ’50 χρημάτισε τρεις φορές (υπηρεσιακός) υπουργός. Στο Πολυτεχνείο, όπου φοιτούσε ο Γιώργος Λιανόπουλος, επί 4ης Αυγούστου, συγκρότησε τη Φοιτητική Κομμουνιστική Οργάνωση – ΦΚΟ. Σε αυτή, στα 1939, είχαν προσχωρήσει μερικοί μαθητές (ως μαθητικό τμήμα), οι οποίοι πρωταγωνιστούν στην ιστορία που θα σας αφηγηθώ στη συνέχεια – σημειώστε τα ονόματα: Άρης Αλεξάνδρου, Αντρέας Φραγκιάς, Χρήστος Θεοδωρόπουλος, Αλέξης Μητρόπουλος, Λεωνίδας Τζεφρώνης και άλλοι.

Ο Μανιαδάκης, υπουργός Εσωτερικών του Μεταξά, είχε καταφέρει να διαβρώσει τις οργανώσεις του ΚΚΕ, η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του οποίου ήταν στη φυλακή – ή δηλωσίες, δηλαδή αποσυνάγωγοι από το Κόμμα. Είχε στήσει δική του Κεντρική Επιτροπή, δικό του Ριζοσπάστη – δεν ήξερες αν αυτός που σου μιλάει είναι αυθεντικός κομματικός ή χαφιές.

Για το λόγο αυτό, να προστατεύσει δηλαδή την ΦΚΟ από τη διάβρωση, ο Λιανόπουλος κράτησε τη φοιτητική οργάνωση έξω από την ΟΚΝΕ και έκοψε κάθε σύνδεση με το Κόμμα. Ένας ΟΚΝίτης, στενός του φίλος, ο Στάθης Μεγαλοοικονόμου, του έκανε σκληρή κριτική γι’ αυτό – ήταν τυπικότατος στα ζητήματα κομματικής νομιμοφροσύνης. Συγκρατήστε κι αυτή τη λεπτομέρεια…

Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, του οποίου το βιβλίο Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, είναι βασική πηγή για την παρούσα εργασία, αναφέρει ότι τον Ιανουάριο του 1941, ο Λιανόπουλος συναντήθηκε στη Γενική Ασφάλεια με τον κρατούμενο Νίκο Ζαχαριάδη. Είχε περάσει τον κύκλο των βασανιστηρίων χωρίς να καταδώσει κανέναν και χωρίς να υπογράψει δήλωση. Ο Ζαχαριάδης του εμπιστεύτηκε το τρίτο γράμμα προς τον ελληνικό λαό, με το οποίο ο ηγέτης του ΚΚΕ ουσιαστικά αναιρούσε το πρώτο, το γνωστό, όπου καλούσε σε συστράτευση, υπό την κυβέρνηση Μεταξά, κατά της Ιταλίας. Το κείμενο γράφτηκε σ’ ένα κομμάτι λευκό χασέ και ράφτηκε στη φόδρα του σακακιού του Λιανόπουλου. Ο Λιανόπουλος ελευθερώθηκε και αμέσως κλήθηκε να παρουσιαστεί στο στρατό, ενώ το γράμμα δημοσιεύτηκε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τον Ιούνιο του 1942.

Πολύ σύντομα (λόγω της επίθεσης του Χίτλερ στην ΕΣΣΔ) η γραμμή που έδινε ο Ζαχαριάδης στο τρίτο γράμμα βρέθηκε στραβή (ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης της Ελλάδας με την Ιταλία, πρότεινε ο ηγέτης του ΚΚΕ) – τώρα η Ελλάδα όφειλε να τα δώσει όλα, για να ανακουφίσει την ΕΣΣΔ. Άρα, ίσχυε το πρώτο γράμμα, τα άλλα δύο δεν υπήρχαν.

Επειδή όμως το τρίτο γράμμα όχι μόνο υπήρχε, αλλά είχε κιόλας δημοσιευθεί σε κομματικό έντυπο, ο Ζαχαριάδης αναγκάστηκε (όταν επέστρεψε από το Νταχάου, στα 1945) να παραδεχθεί την ύπαρξή του. Με τη χαρακτηριστική παχυδερμία των σταλινικών, εκμεταλλευόμενος την ευπιστία του ακροατηρίου του, δε δίστασε να κάνει τη νύχτα μέρα και να βγάλει τον εαυτό του λάδι. Το Λιανόπουλο, όμως, δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό να τον κατηγορήσει ότι καθυστέρησε να παραδώσει το περίφημο γράμμα στην καθοδήγηση – κάτι που δεν ισχύει, καθώς ο Λιανόπουλος το είχε παραδώσει στον Τρικαλινό, στέλεχος που είχε δραπετεύσει από την εξορία.

Ο σκληρός Μάης του 1942

Ο Άρης Αλεξάνδρου, φοιτητής της ΑΣΟΕΕ και μέλος του ΕΑΜ νέων, μετέφραζε τον ύμνο της σοβιετικής νεολαίας – το μουσικό θέμα του οποίου ήταν το μουσικό σήμα του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας:

Πλατειά πλατειά η χώρα απλώνει
όλο δάση κάμποι, ποταμοί
άλλη χώρα τέτοιανε δεν ξέρω
με μια τόσο λεύτερη ζωή.
Όλοι εδώ για μας είναι το ίδιο
και οι άσπροι κ’ οι χρωματιστοί
κ’ ένα γειά σου σύντροφε αν φωνάξεις
θα βρεις κιόλας ένα συγγενή.
Και παντού φυσά δροσάτο αγέρι
η ζωή χαρούμενη κυλά
και κανείς στον κόσμο δεν θα ξέρει
σαν και μας με γέλιο ν’ αγαπά.

Οι εδώ σύντροφοι της πλατειάς χώρας με την τόσο λεύτερη ζωή, όπου φυσά παντού δροσάτο αγέρι, ανακοίνωσαν ξαφνικά τη διαγραφή από το ΕΑΜ Νέων και το ΚΚΕ του Χρήστου Θεοδωρόπουλου (Μάξιμος), του Γιώργου Λιανόπουλου (Δήμος) και του Στάθη Μεγαλοοικονόμου (Φάνης), με την κατηγορία της προδοσίας. Ήταν,  λέει, γκεσταπίτες και προδοτικό τρίο.

Η ανακοίνωση της διαγραφής έγινε μέσω μιας πολυγραφημένης εφημερίδας και μοιράστηκε σε όλα τα μέλη της οργάνωσης. Οι τρεις αναφέρονταν  με το όνομα και το επαναστατικό τους ψευδώνυμο – δίνονταν δηλαδή στο πιάτο στην Γκεστάπο – χωρίς ωστόσο να αναφέρεται και το τι ακριβώς είχαν κάνει. Η απόλυτη απομόνωση από τα μέλη του ΕΑΜ ήταν αυτονόητη συνέπεια. Η σύλληψη από τη Γκεστάπο, μια εύλογη πιθανότητα. Και τότε, δεν αποκλειόταν η φυσική, είτε η ηθική εξόντωση των τριών – αν υποτεθεί ότι υπό την πίεση και τα βασανιστήρια θα κατέδιδαν ανθρώπους.

Οι ακατανόητες πράξεις της σταλινικής ηγεσίας του ΚΚΕ, ακόμα και οι μεγαλύτερες – όπως η καταγγελία του Πλουμπίδη ως προδότη, την ώρα που αυτός στεκόταν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, είναι μεγάλο λάθος να αντιμετωπίζονται ως προϊόν απλής πολιτικής αφασίας: πάντοτε υπάρχει από πίσω ένα συγκεκριμένο πολιτικό διακύβευμα. Ο Πλουμπίδης, για παράδειγμα, αν δεχτούμε τις απόψεις κορυφαίων επαγγελματιών ιστορικών, είχε εκφράσει τότε την άποψη πως το ΚΚΕ θα έπρεπε να εγκαταλείψει την αδιέξοδη σεχταριστική πολιτική του και να αναζητήσει πολιτικές συγκλήσεις με τις άλλες αριστερές ή κεντρώες δυνάμεις. Αποτέλεσμα: προδότης, γιατί αμφισβητούσε (στα πλαίσια της κομματικής νομιμότητας, αλλά αυτό δεν αποτελούσε ελαφρυντικό) τη μοναδική αλήθεια της μοναδικής δυνατής πολιτικής, αυτής που καθόριζε η ηγεσία. Το γεγονός ότι υπάρχει πάντοτε πολιτικό σκεπτικό πίσω από τις εν λόγω ενέργειες, δε σημαίνει πως δεν ήταν ανόητες – υπάρχουν και ανόητες πολιτικές, με συγκροτημένο και συνεπές σκεπτικό.

Ας επιστρέψουμε όμως στον Μάιο του 1942, για να δούμε την πολιτική παρουσία και δράση των τριών νεαρών εαμιτών, όπως τη σκιαγραφεί ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, για να επιχειρήσουμε μια ερμηνεία στα ανεξήγητα γεγονότα.

Ο Στάθης Μεγαλοοικονόμου φλεγόταν από επαναστατικό πάθος, αλλά ήταν και απόλυτα νομιμόφρων στην κομματική γραμμή. Μοναδικό του ελάττωμα ότι δεν ήταν μισαλλόδοξος, συζητούσε τις απόψεις των άλλων: χαρακτηρίστηκε αποψίας.

Ο Χρήστος Θεοδωρόπουλος, είχε επιφυλάξεις για τη μετωπική γραμμή του Κόμματος, από θέσεις λενινιστικής ορθοδοξίας. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι αργότερα ήταν αυτός που έγινε χριστιανός Ορθόδοξος – μάλλον είχε κάποια ροπή προς το θεολογικό λόγο, είτε υπό μαρξιστικό είτε από χριστιανικό μανδύα… Αποψίας, κι αυτός.

Η περίπτωση του Γιώργου Λιανόπουλου είναι πιο σύνθετη. Πίστευε πως ήταν λάθος του ΚΚΕ να συγκροτεί μέτωπο με ουσιαστικά ανύπαρκτες δυνάμεις – σφραγίδες, αντίθετα έπρεπε να επιδιωχθεί η συμμετοχή των Φιλελευθέρων και στελεχών του Λαϊκού κόμματος. Ένα το κρατούμενο.  Ο Λιανόπουλος είχε ήδη υποστεί ένα γερό ιδεολογικό σοκ όταν πληροφορήθηκε την τύχη που είχε το πολιτικό του ίνδαλμα, ο Νικολάι Μπουχάριν, μετά τη δική του δίκη της Μόσχας. Δύο τα κρατούμενα. Στην επαρχιακή Αθήνα, είχε γίνει μαλλιά κουβάρια με τον γραμματέα της ΟΚΝΕ, τον Μήτσο Βλαντά και είχε αποχωρήσει από το Κόμμα – τρία τα κρατούμενα. Είχε συνεργαστεί με τους Κορνήλιο Καστοριάδη (τι μικρός που είναι ο κόσμος της ελληνικής αριστεράς…) και Αχιλλέα Γρηγορογιάννη στην έκδοση του παράνομου μαρξιστικού εντύπου Νέα Εποχή (άλλη σημειολογικά ενδιαφέρουσα ειρωνεία της ιστορίας), αλλά σύντομα ο Λιανόπουλος διαφώνησε και αποχώρησε κι από κει – τέταρτο κρατούμενο. Το πέμπτο κρατούμενο ήταν η απόφαση του Λιανόπουλου να δράσει μόνος του και να οργανώσει δολιοφθορές: διέθετε μια ποσότητα εκρηκτικών, προερχόμενη από τη λεηλασία μιας εγκαταλειμμένης εγγλέζικης αποθήκης. Το τελευταίο ήταν μάλλον εκείνο που τον προήγαγε από αποψία σε προδότη /γκεσταπίτη, προφανώς από τη στιγμή που το Κόμμα απαίτησε την παράδοση των εκρηκτικών και εκείνος δεν υπάκουσε. Θεωρείται δεδομένο ότι το Κόμμα είχε μεσάνυχτα για το ποιοι ακριβώς ήταν ανακατεμένοι στη Νέα Εποχή – δεν παρέλειψε βέβαια να τους καταγγείλει ως προβοκάτορες πεμτοφαλαγγίτες, όργανα του ξένου κατακτητή και επικίνδυνους εχθρούς του ελληνικού λαού! Ανταποδίδοντας τη θέση της «Νέας Εποχής» για την ηγεσία του ΚΚΕ, ότι με το ΕΑΜ καταπροδίδει επαίσχυντα και με κυνισμό την υπόθεση της επανάστασης. Αυτά τα πληρωμένα εθνικιστικά καθάρματα θα πληρωθούν κι από το προλεταριάτο ακριβά μια μέρα. (Αναφέρεται από τον Γαβρίλη Λαμπάτο, 2018, ΚΚΕ και Εξουσία, σ. 201 κ.ε., ο οποίος  γράφει ότι στους κύκλους της «Νέας Εποχής» συμμετείχαν και ορισμένα στελέχη της ΟΚΝΕ και αναφέρει ονομαστικά τους Λιανόπουλο, Μεγαλοοικονόμου και Θεοδωρόπουλο)

Η απόφαση της καθοδήγησης για τους τρεις δεν έγινε δεκτή καταρχήν από τους ίδιους – οι Μεγαλοοικονόμου και Θεοδωρόπουλος (θύματα μάλλον της συγκυρίας ότι ήταν φίλοι με τον Λιανόπουλο) έκαναν το παν για να αποκατασταθούν κομματικά. Πράγματι, η απόφαση ήταν τόσο κραυγαλέα άδικη, που το Κόμμα την αναίρεσε σύντομα – σιωπηρά βέβαια, για να μη θιγεί το κύρος της καθοδήγησης – και τοποθέτησε τους δύο σε άλλες οργανώσεις του ΕΑΜ, τουλάχιστον να μη συναντιούνται καθημερινά με τους παλιούς συντρόφους, που τους ήξεραν. Ο Γιώργος Λιανόπουλος είχε διαφορετική πορεία.

Αυτά όμως έγιναν λίγους μήνες αργότερα  και κανείς δε μπορούσε να τα προδικάσει. Τον Μάη του 1942 οι οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ κατέβασαν γραμμή για πλήρη απομόνωση των τριών γκεσταπιτών – και οι σύντροφοι, φίλοι, συναγωνιστές τους υπάκουσαν και τους απομόνωσαν. Όλοι, εκτός από ένα νεαρό φοιτητή της ΑΣΟΕΕ, τον Άρη Αλεξάνδρου.

Ήταν παιδικός φίλος με τον Χρήστο Θεοδωρόπουλο  και δε μπορούσε να δεχτεί την αναιτιολόγητη προγραφή. Το Κόμμα επέμενε, αλλά κι ο ίδιος ήταν ανυποχώρητος. Αποτέλεσμα: εγκατέλειψε το Κόμμα (και το ΕΑΜ) για χάρη του φίλου του και υπέστη κι αυτός την αναπόφευκτη απομόνωση, χωρίς ωστόσο να απουσιάσει από καμιά αντικατοχική εκδήλωση / δραστηριότητα! Φυσικά, έγινε κι αυτός ύποπτος και διαγράφτηκε – γιατί από ένα κόμμα σαν το ΚΚΕ δεν έχεις ποτέ το δικαίωμα να παραιτηθείς, απλώς διαγράφεσαι ή καθαιρείσαι.

Τότε, όλοι οι μήνες ήταν σκληροί

Κάποτε οι δύο (Θεοδωρόπουλος και Μεγαλοοικονόμου) αποκαταστάθηκαν – ο δεύτερος μάλιστα έγινε αντάρτης του ΕΛΑΣ, στο σώμα της Πάρνηθας. Ο Λιανόπουλος βρέθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Εύβοια, όπου και συνελήφθη από τον ΕΛΑΣ, τον Οκτώβριο του 1943. Του ζητούσαν να παραδώσει τα περίφημα εγγλέζικα εκρηκτικά κι αυτός αρνιόταν ότι τα είχε. Τον μετέφεραν από χωριό σε χωριό για μήνες – αυτός ντυμένος καλοκαιρινά, με μια κουβέρτα στους ώμους. Του πρότειναν να μπει στον ΕΛΑΣ (να ντυθεί κιόλας…) αλλά αρνήθηκε.

Ο Μεγαλοκοικονόμου έμαθε τις περιπέτειες του Λιανόπουλου και είτε πήγε ο ίδιος ως την Εύβοια, είτε έστειλε μήνυμα υπέρ του Λιανόπουλου, το οποίο έφτασε στον εκεί επικεφαλής του ΕΛΑΣ, συνταγματάρχη Όρθυ (Γ. Δουατζής). Στις 29 Δεκεμβρίου 1943 ο Όρθυς ρώτησε τον Λιανόπουλο για τον συναγωνιστή που ενδιαφερόταν για το άτομό του, του αποκάλυψε ότι είχε διαταγή να τον εκτελέσει, του δήλωσε ότι δεν βρίσκει τίποτε το ενοχοποιητικό εις βάρος του και τον άφησε ελεύθερο. Τον συμβούλεψε μάλιστα να επιστρέψει εθελοντικά, για να αναλάβει τη διαφώτιση του ΕΛΑΣ Εύβοιας. Δυο μέρες μετά, οι δυο φίλοι γιόρτασαν μαζί την πρωτοχρονιά του 1944, στην Αθήνα.

Ο Μεγαλοοικονόμου επέστρεψε στη μονάδα του. Μια μέρα εμφανίστηκε στο αρχηγείο της Πάρνηθας ένας Ελασίτης αγγελιοφόρος από τον ΕΛΑΣ Εύβοιας, με γραπτή διαταγή του αρχηγείου Στερεάς, να παραδώσουν τον Μεγαλοοικονόμου, όπως κι έγινε. Ο καπετάνιος Ορέστης (Μούντριχας) έστειλε ένα δικό του ανταρτόπουλο να παρακολουθεί κρυφά τη συνοδεία. Μόλις απομακρύνθηκαν καμπόσο, ο αγγελιοφόρος ελασίτης, ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα εντεταλμένος εκτελεστής, δολοφόνησε τον Μεγαλοοικονόμου. (Αυτά τα αφηγήθηκε είκοσι χρόνια αργότερα ο Ορέστης στον ίδιο τον Λιανόπουλο). Κανείς δεν πληροφορήθηκε ποτέ το σκεπτικό της εκτέλεσης / δολοφονίας, ποτέ δεν αναζητήθηκαν και δεν αποδόθηκαν ευθύνες σε κανένα πρόσωπο.

Μια άλλη αφήγηση του Ορέστη (Μουντρίχα) στην Απογευματινή (26 & 27 -3-1958) είναι διαφορετική: Κατονομάζει ως δολοφόνο του Μεγαλοοικονόμου το κομματικό στέλεχος Ηλία Καρρά (Ηρακλή) και παρουσιάζει εντελώς διαφορετικά τις συνθήκες της δολοφονίας, μέσα σε μια σκηνή, μετά από ανάκριση με βασανιστήρια, για να ομολογήσει ο  Μεγαλοοικονόμου ότι ήταν χαφιές και ότι η επιστολή  (σ.σ. του Ζαχαριάδη) ήταν κατασκεύασμα της Ασφάλειας (Βλ. Λαμπάτος, 2018, σ. 205). Το τελευταίο υπονομεύει την αξιοπιστία αυτής της εκδοχής, καθώς το θέμα των γραμμάτων του Ζαχαριάδη προέκυψε μετά την επιστροφή του από το Νταχάου και όχι στη διάρκεια της Κατοχής. Πέραν του ότι την επιστολή είχε παραλάβει και παραδώσει ο Λιανόπουλος και όχι  ο Μεγαλοοικονόμου.

Ο Λιανόπουλος βρέθηκε διπλά παράνομος στην Αθήνα: τον αναζητούσαν οι Γερμανοί και η ΟΠΛΑ. Τελικά, συνελήφθη από τους Γερμανούς και έμεινε στη φυλακή ως την απελευθέρωση. Αργότερα κατάφερε να πάει για οικονομικές σπουδές στο Χάρβαρντ, όπου είχε δάσκαλο και τον Ανδρέα Παπανδρέου, οικογενειακό γνωστό του από την Αθήνα. Επέστρεψε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’60, στη διάρκεια της χούντας αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία και με την μεταπολίτευση ανέλαβε υφυπουργός στην κυβέρνηση Καραμανλή – εξελέγη μάλιστα και βουλευτής Ευβοίας, όπως μας πληροφορεί μια μικρή έρευνα στο διαδίκτυο.

Ο τρίτος γκεσταπίτης, ο Χρήστος Θεοδωρόπουλος (Μάξιμος) λέγεται (από τον Δημήτρη Ραυτόπουλο) πως ήταν ένας νέος προικισμένος, με ακτινοβολία μοναδική σ’ εκείνο τον κύκλο της νεολαίας. Αποκαταστάθηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη, αλλά, πολλά χρόνια μετά, έγραψε στον Άρη Αλεξάνδρου:

Από το Μάη του ’42, δηλαδή πριν 32 χρόνια, που με συκοφάντησαν τόσο ωμά, εγκληματικά, χυδαία, εκείνη η σπείρα του Κ.Κ. εξαφάνισαν μέσα μου κάθε φιλοδοξία «αναγνωρίσεως»

Ο Θεοδωρόπουλος είχε εξελιχθεί σε χριστιανό.  Τον Μάιο του ’74 ήρθε σε επαφή με τον Άρη Αλεξάνδρου (που ζούσε στο Παρίσι) επειδή ήταν εκδότης ενός ελληνοχριστιανικού περιοδικού, που το έλεγε Ελληνικός Λόγος. Ετοίμαζε λοιπόν ένα αφιέρωμα στον παλιό του φίλο, τον ποιητή Άρη Αλεξάνδρου, τον οποίο αναγόρευε ως κορυφαίο της μεταπολεμικής γενιάς και… σχεδόν χριστιανό, οπωσδήποτε όμως ουδέποτε κομμουνιστή. Ο Αλεξάνδρου έγινε έξαλλος, ανταλλάχτηκαν πύρινες επιστολές και το αφιέρωμα ματαιώθηκε.

Επίλογος

aris-alexandrou-kai-kaiti-drosou-sto-parisi

Άρης Αλεξάνδρου – Καίτη Δρόσου, στο Παρίσι

Άλμα στο χρόνο: αρχές δεκαετίας του ’70, Παρίσι. Ο Άρης Αλεξάνδρου και η σύντροφός του Καίτη Δρόσου καλούν στο σπίτι τους τον παλιό φίλο και σύντροφο Γιώργο Λιανόπουλο. Όλη τη νύχτα συζητάνε για τη δραματική ιστορία που σημάδεψε τα νιάτα τους. Κάποια από τα ψηφία που αναφέρθηκαν και εδώ, έχουν ως πηγή εκείνη τη συνάντηση.

Μια ιστορία, πολιτική κατά βάση, στα χρόνια της Κατοχής… Είναι βέβαια συγκλονιστική, αλλά γιατί να μας ενδιαφέρει σήμερα; Μας ενδιαφέρει, για ένα λόγο: αποτελεί έναν από τους κύριους (βιωματικούς) πυλώνες στους οποίους στηρίχτηκε ο Αλεξάνδρου για να γράψει το Κιβώτιο, στο οποίο κατέχει, με κάποιες παραλλαγές, κομβική θέση στην αφήγηση. Και το Κιβώτιο είναι, ίσως, το σημαντικότερο πεζογράφημα στην ελληνική γλώσσα – στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.

Πρόσθετα υλικά

(Από παλαιότερη ανάρτηση του κειμένου  https://panosz.wordpress.com/2008/01/24/civil_war-33/  και νεότερα στοιχεία)

Κώστας Φέρρης

Είχα την τύχη νάχω δάσκαλο (στη σχολή κινηματογράφου) τον Χρήστο Θεοδωρόπουλο. Εξαιρετική μορφή, ξουράφι σκέψη, τιμιότητα ως το κόκκαλο. Η «χριστιανική» του πίστη κρατούσε από πάντα, και γι αυτό έγινε γραμματεύς του Σεραφείμ, που είχε υπάρξει αντιστασιακός (στο βουνό) και μάλιστα ο Φλωράκης του είχε «εκτελέσει» τον πατέρα. Ο Χρήστος κανόνισε τη συνάντηση Φλωράκη-Σεραφείμ, όπου δόθηκαν τα συγχώρια. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, έκανε μια προσπάθεια να συνδέσει τους αριστερούς της νεο-ορθοδοξίας με την Αρχιεπισκοπή, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκε. Εγώ ο ίδιος κανόνισα τη συνάντησή του με τον Ράμφο, που όμως δεν ευοδώθηκε. Στις φιλίες του συγκαταλέγεται και ο Φραγκιάς, του οποίου ένα βιβλίο ο Χρήστος το έκανε ταινία (Το μεγάλο κόλπο) ως σκηνοθέτης. Στην τελευταία εκλογική καμπάνια του Καραμανλή στη δεκαετία του 60, ο Χρήστος κατηγορήθηκε (και πάλι από την αριστερά) πως δημιούργησε το σύνθημα «Αυτή η δραχμή είναι δική σου…» Και πάλι ψέματα. Το σύνθημα έφτιαξε ο Τριανταφυλλίδης, προϊστάμενος του Χρήστου στη ΔΕΗ, και φίλος του Καραμανλή. Είναι αυτός που τούβγαλε το εισιτήριο γιά το Παρίσι στ’ όνομά του.

Έχω μιαν ενοχή. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του, μου κληροδότησε την εντολή να επιμεληθώ τα ανέκδοτα γραπτά του, και να τα εκδώσω. Ακόμα δε μούμεινε ο καιρός.

Μιχάλης

Μια συμβολή στην ιστορία του Λιανόπουλου
(όπως θα μπορούσε να είναι κάλλιστα ο τίτλος εισήγησης σε συνέδριο,
νέου φερέλπιδος επιστήμονος- και φιλοδοξώτατου βεβαίως βεβαίως,
κατόχου της ιστοριογραφικής μεθοδολογίας, του αμερίστου σμπρωξίματος του επιβλέποντος το διδακτορικό του και ενός αρκούντως ψαρωτικού κουρίκουλουμ συν τοις άλλοις- με τάσεις συνεχούς διάτασης-διόγκωσης)
είναι το εξής κειμενάκι:

Όντως ο Λιανόπουλος οδηγήθηκε αιχμάλωτος στον Όρθρυ, όπως λες.

Η συνάντησή τους ήταν η διασταύρωση των ιστοριών δύο αγωνιστών με διαφορετική τοπική και ταξική προέλευση, αλλά και με κάποιους κοινούς παρονομαστές στην ανθρώπινη συγκρότησή τους.
Αυτό τους προκάλεσε και την κοινή μοίρα των διώξεων από την de facto θεσμική κινηματική εξουσία.
Και, να σου πω, νομίζω ότι αυτοί οι δυο, παρ’ όλο που όλα όσα ιστορούνται αποτελούσαν κομμάτι της ζωής τους, τους αφορούσαν προσωπικά και συνέβαιναν σε πραγματικό χρόνο, το ένιωθαν αυτό το πράγμα.

Έστωσαν, δε, τα ακόλουθα τεκμήρια:
Ο ίδιος ο Όρθρυς θεωρούσε ότι η περίπτωση Λιανόπουλου ήταν μια παγίδα εις βάρος του, διότι του τον είχαν στείλει πακέτο να τον εκτελέσει χωρίς δίκη, μόνο με τις συστάσεις ότι ο Λιανόπουλος ήταν εγνωσμένα ρουφιάνος.

Γι’ αυτό και ο Όρθρυς με το αιτιολογικό της τυπικότητας,
απαιτώντας δλδ να παραπεμφεί ο Λιανόπουλος νομότυπα, κατόπιν σύνταξης κατηγορητηρίου, σε δίκη, τον άφησε ελεύθερο
(με σύμφωνη, μάλιστα, τη γνώμη του Σταματάκη -«Λακιώτη», στρ. διοικητή του 7ου Συντ. του ΕΛΑΣ, δηλ. διοικητή του ΕΛΑΣ Εύβοιας)

Επί της ουσίας της κατηγορίας ο Όρθρυς πολύ αμφέβαλλε για την ενοχή του Λιανόπουλου, καθώς από τη συνάφεια μαζί του και από την ανακριτική διαδικασία που είχε προηγηθεί, περισσότερο τον είχε συμπαθήσει, παρά είχε καταλήξει στην επαλήθευση των κατηγοριών.

Ωστόσο, την ίδια εποχή, ο ίδιος ο Όρθρυς ζούσε τη δική του ιδιότυπη δίωξη, αφού, αν και ήταν καπετάνιος του Αρχηγείου του ΕΛΑΣ της Εύβοιας (του οποίου ΕΛΑΣ και του εν γένει αντάρτικου κινήματος της Εύβοιας ο ίδιος ήταν ο θεμελιωτής-ιδρυτής-ηγέτης) δεχόταν πόλεμο με διάφορες αφορμές, προσωπικές και πολιτικές, από ένα μεγάλο κομμάτι του ίδιου του Εαμικού κινήματος.
Το πόσο οξεία ήταν αυτή η πολεμική, το βλέπει κανείς από το ότι ο Όρθρυς απέδωσε σε παγίδα εις βάρος του την υπόθεση Λιανόπουλου, θεώρησε δηλ. ότι οι εσωκινηματικοί αντίπαλοί του σκόπευαν να τον καταστήσουν υπεύθυνο μιας άνευ στοιχείων δολοφονίας (κατά τον αδερφό του Όρθρυ, Γιάννη Δουατζή, στο γνωστό πόνημά του για την Αντίσταση)

Νομίζω καταλήγουμε σε ένα πρώτο συμπέρασμα σε σχέση ειδικά με την αντιμετώπιση που είχαν άνθρωποι ιδιαίτερης προσωπικής δυναμικής μέσα στο συγκεκριμένο κίνημα, αλλά και σε σχέση με τον τρόπο που και οι ίδιοι αντιμετώπιζαν το κίνημα αυτό και τις δομές του: για την προσωπικότητα του Λιανόπουλου τα έγραψες παραπάνω.

Ο Όρθρυς ήταν ανάλογη περίπτωση – επί το λαϊκότερο, φυσικά.
Άνθρωπος με πολύ δομημένη προσωπικότητα και ανθρωπιστική ματιά για τα πράγματα, την οποία προσπαθούσε, όσο αυτό ήταν δυνατό μέσα σε συνθήκες κατοχής, κυνηγητού και ανταρτοπολέμου, να την ακολουθεί. Για το λόγο αυτό του ήταν δύσκολο να νομιμοποιήσει στη συνείδησή του τα όσα εσωκομματικά αλληλοφαγώματα και διασπάσεις έλαβαν χώρα μεσοπολεμικά (μέλος του ΚΚΕ δεν έγινε παρά με την έξοδό του στο βουνό) Ταυτόχρονα ήταν απολύτως δοσμένος και αφοσιωμένος στη υπόθεση του αγώνα του και του κινήματος, στο οποίο είχε ενταχθεί. Για το λόγο αυτό βγήκε στο κλαρί από τους πρώτους (Οκτώβριος 1942)

Επειδή η συγκρότησή του του επέτρεπε να έχει νηφάλια και δίκαιη κρίση, του ανέθεταν κατά το κρίσιμο εκείνο διάστημα των αρχών του αντάρτικου (1942-1943) τη διοίκηση ως πολιτικού σε νεοσύστατες και πολλαπλά προβληματικές ανταρτικές μονάδες.

Δλδ, στην πράξη ο Όρθρυς καλούνταν να προσελκύσει άνδρες στον ΕΛΑΣ, να λύσει τις νομικές και προσωπικές διαφορές μεταξύ των πληθυσμών στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές και μεταξύ καπεταναίων μέσα στις τάξεις του ΕΛΑΣ, όσο και αυτές μεταξύ των χωρικών και των ανταρτών σε έναν πολύπλοκο ρόλο, μαχητή-στρατιωτικού (όπου δεν υπήρχε επιτελικός)-πολιτικού καθοδηγητή-δικαστή-οργανωτή και πολλαπλά υπεύθυνου και υπόλογου -και, άρα, βαλλόμενου- ανθρώπου-αγωνιστή.

Και επειδή τα κατάφερνε μια χαρά, του δόθηκε η εντολή να αποβιβαστεί στην Εύβοια και να δημιουργήσει εκ του μη όντος αντάρτικο κίνημα, σε μια περίοδο που στην Εύβοια δεν κουνιόταν φύλλο και τά ‘σκιαζε η φοβέρα κανονικά, με διαλυμμένες τις οργανώσεις του ΚΚΕ, σχεδόν ανύπαρκτες αυτές του ΕΑΜ, διπλή κατοχή, υπερενισχυμένη αντίδραση, φρικτά δοσιλογικό παπαδαριό και την αγγλική κατασκοπεία να αλωνίζει.

Τελικά, η εκ των έσω δίωξή του ήταν νομοτελειακά δεδομένη, όπως και του Λιανόπουλου, με όλες τις διαφορές που είχαν οι δυο περιπτώσεις.

Την ίδια στιγμή αποδεικνύεται, νομίζω, ότι, άμα έχεις συγκροτημένη προσωπικότητα και άμα ξέρεις πού πατάς, είναι πιθανό να μη χάσεις το νόημα ακόμα και μέσα σε δαντικά κοινωνικά και ιστορικά περιβάλλοντα (γι’ αυτό, άλλωστε, και βάλλεσαι πανταχόθεν):

Τόσο ο Λιανόπουλος όσο και ο Όρθρυς (μη σου πω κυρίως ο δεύτερος λόγω του θεσμικού του ρόλου) έδειξαν μια εντελώς αδιανόητη σήμερα εμμονή στις αρχές τους και μια απολύτως εκπληκτική διαύγεια σκέψης μέσα σε συνθήκες συνομωτισμού και γενικευμένου μακελειού.
Και μόνο που ο Όρθρυς είχε το διανοητικό και συναισθηματικό περιθώριο να κρίνει αθώο έναν πατενταρισμένο «εθνοπροδότη» και να απελευθερώσει έναν άνθρωπο βαρυνόμενο με κατηγορίες καθοσιώσεως, τη στιγμή που και μόνη η υποψία για ένα πταισματάκι ισοδυναμούσε εκείνη την εποχή με κεφαλική καταδίκη, δείχνει μια φοβερή ικανότητα αποστασιοποίησης.

Ίσως αυτές οι στιγμές, που οφείλονται στη συσπείρωση στις γραμμές του ανθρώπων τέτοιας ποιότητας, να είναι και από τις κορυφαίες του Εαμικού κόσμου.
Ένας λόγος ακόμη για την ουσία της κατηγορίας κατά του Λιανόπουλου και τη δυσχέρεια της ανακάλυψης της αλήθειας διαχρονικά:

Σύμφωνα με τον Όρθρυ κατά τα λεγόμενα του αδερφού του, Γιάννη Δουατζή στο βιβλίο του «Εθνική Αντίσταση – το Ημερολόγιο του Όθρυ», αλλά και σύμφωνα με τον Γιάννη Δουατζή, τον συγγραφέα, οι κατηγορίες ήσαν αβάσιμες (το βιβλίο είναι του 1983)

Φτάνομεν αισίως στο 2007, οπότε εκδίδεται το «Η Εθνική Αντίσταση στην Εύβοια 1941-1944» του Σταμάτη Καββαδία, οποίος ήταν σταλμένος από την ΚΕ του ΕΑΜ, Γραμματέας, αν δεν απατώμαι, του ΕΑΜ στην Εύβοια, δικηγόρος, Κεφαλλονίτης.

Μέσα εκεί, σε ένα βιβλίο γραμμένο με ακρίβεια και νηφαλιότητα,
στο οποίο η εν γένει αποτίμηση της προσφοράς και της προσωπικότητας του Όρθρυ είναι πολύ θετική.

Υπάρχει το σχόλιο (σε μια υποσημείωση, κιόλας) ότι ο Λιανόπουλος όντως ως εξωμότης «ετοιμαζόταν να βγάλει στο βουνό ομάδες αντίπαλες στο ΕΑΜ» Και συμφωνεί με τις κατηγορίες, θεωρεί, δε, αν θυμάμαι καλά, κάπως βάσιμη την εντεύθεν δυσαρέσκεια της κεντρικής καθοδήγησης του κινήματος σε βάρος του Όρθρυ, μετά την απόλυση Λιανόπουλου.

Δε θέλω να μπω σε διαδικασία αξιολόγησης των κατηγοριών αυτών.

Αυτό που αποδεικνύεται, εφόσον οι κατηγορίες θεωρηθούν αβάσιμες, είναι όχι μόνο σε πόσο δύσκολες συνθήκες διεξαγόταν εκείνος ο αγώνας, αλλά, γενικότερα, ότι τελικά μια κινηματική διαδικασία δεν απαλλάσσει μια συγκροτημένη προσωπικότητα, έναν άνθρωπο με ιδεολογικοποιημένη σκέψη και δράση από το βραχνά και από το κυνηγητό της μάζας, η οποία διαμορφώνει στάση και γνώμη με άλλους όρους:

Είτε ο Καββαδίας (μεγάλος κινηματίας, που πλήρωσε με πολλά Μακρονήσια και Ικαρίες τη δράση του στο ΕΑΜ, διανοούμενος και ψύχραιμος συγγραφέας συν τοις άλλοις) επιχειρεί να δικαιολογήσει την αντιμετώπιση του Όρθρυ από την καθοδήγηση του κινήματος (όχι από τον ίδιο)  είτε 64 χρόνια μετά δεν έχει λάβει αντίθετη πληροφόρηση για το περιστατικό Λιανόπουλου και εμμένει στην αρχική κατηγορία,

αποδεικνύεται πόσο επικίνδυνο ήταν το κατευθυνόμενο συντροφικό περιβάλλον για ανθρώπους σαν τους δύο υπό κατηγορία, Λιανόπουλο και Όρθρυ.

Ως επιμύθιο

Πάντως, η διαφορετική ταξική τους προέλευση και εμπλοκή στο κίνημα δεν μπορεί να μην πούμε ότι έπαιξε ρόλο στην έκβαση της δίωξής τους και στο τέλος τους:

Ο μεν αστός Λιανόπουλος, έστω τύχη αγαθή, έζησε (+βασίλεψε)
ο δε, ας πούμε πιο πληβειακών προδιαγραφών Όρθρυς, αφού πρώτα
ως αποτέλεσμα της εσωκινηματικής δυσμένειας, στην οποία είχε περιπέσει, απομακρύνθηκε από την Εύβοια και μετατέθηκε αλλού, αργότερα, λίγο μετά τη Βάρκιζα, κυνηγημένος και κυκλωμένος από παρακρατικούς αυτοκτόνησε, το κεφάλι του δε (αξίας 200.000.000 σύμφωνα με την κατοχική διατίμηση – προκήρυξη, που ασφαλώς θα γνώριζε μέρες υπεραξίας μετά τη Βάρκιζα) έκανε ένα γύρω τα χωριά της Ρούμελης καθ’ οδόν προς το ταμείο.

*

Ο χαφιές Λιανόπουλος

Αγαπητέ «Ριζοσπάστη»,

Στη «Μάχη» της 1 του Νοέμβρη ο κ. Γ. Λιανόπουλος διαμαρτύρεται γιατί τόνε λες χαφιέ ! Είναι το θράσος του χαφιέ που τον κάνει ξετσίπωτο. Ο Λιανόπουλος, γιος διευθυντή στο υπουργείο των Εσωτερικών και επί Μεταξά, έκανε και μέσα στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας το χαφιέ σε βάρος μου. Ανάμεσα στα άλλα βρήκε κάτι χαρτιά που είχα κρυμμένα και τα παρέδωσε στους Παξινό – Χαραλαμπίδη, που σαν όργανό τους ενεργούσε. Το γραμμα μου της 15/1/41 το παρέδωσε στους Παξινό – Χαραλαμπίδη και όχι στην κομματική φοιτητική οργάνωση. Απ’ την ασφάλεια απολύθηκε ύστερα από παρουσίαση στο Μανιαδάκη και ύστερα από δήλωση. Το γραμμα μου το έδωσε στην Κ.Ε. όταν πια έχασε την επικαιρότητά του, όταν εγώ βρισκόμουνα πια στη Γερμανία και ο Λιανόπουλος ζητούσε να «αποκατασταθεί» για να συνεχίσει το χαφιέδικό του έργο σαν επίσημος τώρα πράκτορας ξένης μυστικής υπηρεσίας. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία για τη χαφιέδικη υπόσταση του υποκειμένου αυτού.

Αθήνα, 2 Νοέμβρη 1945

Ν. ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ

http://zaxariadis.blogspot.gr/2011/12/blog-post_2908.html

Γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη στον «Ριζοσπάστη» 11 Μάρτη 1947

Αγαπητέ «Ρίζο»,

Η Γενική Ασφάλεια αποφάσισε, επιτέλους (!), να δημοσιεύσει από το αρχείο της το δεύτερο γράμμα μου. Και, φυσικά, από «κακή συνήθεια» που της κατάντησε δεύτερη φύση, δεν μπορεί κι εδώ, όπως και στο πρώτο γράμμα μου, ν’ αποφύγει τις πλαστογραφήσεις και παραποιήσεις. Όπως είναι κιόλας γνωστό, στο πρώτο γράμμα μου είχε κολλήσει, πλαστογραφώντας το, την επικεφαλίδα: «Προς τον κ. Μανιαδάκη κλπ.» πράγμα που εγώ δεν είχα γράψει. Κάτι σχετικό γίνεται και με το 2ο γράμμα. Το γράμμα αυτό δεν το έστειλα εγώ στο Μεταξά. Το απηύθυνα τότε στην «Προσωρινή διοίκηση» του ΚΚΕ για να το στείλει αυτή. Φυσικά, η Π.Δ. δεν το ‘στειλε γιατί «δε συμφωνούσε» με τη γραμμή που έβαζα. Και δε συμφωνούσε γιατί ήταν κατασκεύασμα και όργανο του Μανιαδάκη. Μάλιστα τότε οι Μανιαδάκης – Παξινός – Χαραλαμπίδης έβαλαν το «θεωρητικό» της Π.Δ. Τυρίμο και μου έγραψε μια μακρόσυρτη απάντηση για να δικαιολογήσει και θεμελιώσει «θεωρητικά» την άρνηση αυτή της Π.Δ.. Εννοείται πως ο Τυρίμος δε μου παρουσιάστηκε με το όνομά του μα αυτός ήταν ο δράστης της απάντησης εκείνης. Η απάντηση εκείνη ξεσκέπαζε τελειωτικά το χαφιεδικό ρόλο της «Προσωρινής διοίκησης». Και ένας λόγος που το δεύτερο γράμμα το ‘στειλα στην «Προσωρινή διοίκηση» ήταν ακριβώς αυτός. Ήθελα να τους αναγκάσω να πάρουν ανοιχτή θέση για να ξεσκεπαστούν. Αυτό το δεύτερο και έγινε.

Η διχτατορία τότε δεν τόλμησε να δημοσιεύσει το «προδοτικό» εκείνο γράμμα και να με στείλει παράλληλα στο στρατοδικείο, αφού με κρατούσε στα χέρια της και μια και επρόκειτο για πράξη «έσχατης προδοσίας». Και δεν τα ‘κανε όλα αυτά η διχτατορία τότε γιατί καταλάβαινε ότι η γραμμή που έβαζε το δεύτερο γράμμα ήταν μια εθνική – πατριωτική γραμμή, που κάλυπτε πέρα για πέρα τα εθνικά συμφέροντα και ανταποκρινόταν στη θέληση του Λαού.

Οι τεταρτοαυγουστιανοί απ’ τη Γεν[ική] Ασφάλεια, με εντολή της κυβέρνησης, δημοσιεύουν, ύστερα από εξήμισι χρόνια, το γράμμα εκείνο, νομίζοντας πως έτσι θα ενισχύσουν κάπως τη σάπια προσφυγή τους στον ΟΗΕ. Θέλουν να δείξουν κυρίως στους αγγλοσάξονες αφέντες τους ότι ήσαν πάντα λακέδες τους και ότι το ΚΚΕ και τότε πάλευε ενάντια σ’ οποιαδήποτε ιμπεριαλιστική υποδούλωση της Ελλάδας, ενάντια στον εγγλέζικο ιμπεριαλισμό και για την εθνική ανεξαρτησία όπως αγωνίζεται και σήμερα. Φυσικά, όπως τότε έτσι και τώρα, αυτό ήταν και είναι για το Κ.Κ.Ε. η πιο εθνική – πατριωτική αποστολή και η πιο μεγάλη τιμή. Δείχνει ακόμα αυτό την αδιάσπαστη συνέπεια και συνέχεια που έχει η αντιιμπεριαλιστική και λαϊκή πολιτική του κόμματός μας.

Όταν η Π.Δ. αρνήθηκε να δημοσιεύσει το 2ο γράμμα, αναγκάστηκα ν’ αποτανθώ τότε με δικό μου μέσο που προσπάθησα να βρω μέσα απ’ τα μπουντρούμια της Γεν. Ασφάλειας, μόνος μου και απευθείας, προς το κόμμα και προς το λαό. Και έδωσα άλλο γράμμα – το τρίτο αυτό – στο Λιανόπουλο. Εκεί έβαζα τη γραμμή του 2ου γράμματος και ξεσκέπαζα τη χαφιεδική Π.Δ.. Όμως και ο Λιανόπουλος, που πήρε το 3ο αυτό γράμμα, αποδείχτηκε προδότης του αγώνα μας. Έτσι ούτε αυτό έφτασε έγκαιρα στον προορισμό του.

Τώρα η Γεν. Ασφάλεια, δημοσιεύοντας το 2ο γράμμα μου προσφέρει, άθελά της βέβαια, υπηρεσίες στο Κ.Κ.Ε. που τόσο μισεί. Μια απ’ αυτές είναι και το ότι ομολογεί έτσι ανοιχτά πως η Π.Δ. ήταν κατασκεύασμά της. Αυτό θα βοηθήσει ορισμένους να ξεκαθαρίσουν κάποιες συγχύσεις που ακόμα τους μπέρδευαν.

Η δημοσίευση του 2ου γράμματος πρέπει ακόμα να δώσει αφορμή σε μερικούς που πήραν μέρος «καλή τη πίστει», όπως λεν, στην κίνηση της Π.Δ., να διασαφηνίσουν τη θέση τους και το ρόλο τους τόσο γενικά όσο και ειδικότερα γύρω απ’ το δεύτερο γράμμα. Ασφαλώς η Γεν. Ασφάλεια και τα όργανά της που, όπως στον καιρό του Μανιαδάκη, διευθύνουν και τώρα προσωπικά την αντικομμουνιστική δουλειά της, αποβλέπουν ακόμα στο να δώσουν «όπλα» και στους διάφορους συνεργάτες τους «αντιπολιτευόμενους του Κ.Κ.Ε.» και τροτσκιστές ενάντια στο κόμμα μας. Συμφωνάμε απόλυτα με την πρόθεσή της αυτή και θα την παρακαλούσαμε να συνεχίσει και να δημοσιεύει και τ’ άλλα «ντοκουμέντα» μας που κρατά στα χέρια της και που τα πήρε χάρη στην Π.Δ., το Λιανόπουλο είτε άλλους πράκτορές της.

Αθήνα, 9/3/1947

Ν. Ζ.

Πηγή: http://www.rizospastis.gr/story.do?id=5910201

Σχετικά με την τρίτη επιστολή του Ζαχαριάδη που έγραψε στις 15/1/1941.

Ο Ζαχαριάδης  αρνήθηκε την ύπαρξή της, σε συνέντευξη που έδωσε σε Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους λίγο μετά την επιστροφή του από το Νταχάου και η οποία δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη στις 2/6/1945.

Ερώτηση δημοσιογράφου:
-Υπάρχει επιστολή σας γραμμένη από τον Ιανουάριο με την οποία καλούσατε τον λαό να σταματήσει τον αγώνα στη Αλβανία, γιατί ο πόλεμος είχε μετατραπεί σε ιμπεριαλιστικός.
Απάντηση Ζαχαριάδη:
-Τέτοια επιστολή ούτε γράφηκε ποτέ από μένα, ούτε δημοσιεύθηκε. Εγώ έγραψα μόνο το γράμμα της 2/11/40.

Ο ανωτέρω διάλογος υπάρχει εδώ: http://zaxariadis.blogspot.gr/2012/01/blog-post_14.html . Το β’ γράμμα του Ζαχαριάδη δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1942, στην ΚΟΜΕΠ. Υπάρχει στο  «Κομμουνιστική Επιθεώρηση της εποχής της φασιστικής κατοχής 1941- 1944», Ανατύπωση Αθήνα Οχτώβρης 1946, σελ. 50- 52. Αναδημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη» στις 28/10/1945. Ο Ζαχαριάδης μπορεί να μην ήξερε για τη δημοσίευση του 1942, αλλά ψεύδεται εν ψυχρώ διαψεύδοντας ότι το είχε γράψει, καθώς επίσης και το τελευταίο γράμμα, που μετέφερε ο Λιανόπουλος.