Φυσάει Βορειάς, φυσάει Θρακιάς’ τ’ είν’ το κακό που εγίνη/ ‘Σ τά Γιάννινα ‘ς τη λίμνη; / ‘Δέτε κυράδες θάλασσαις, τ’ είν’ το κακό που εγίνη!/ Επνίξανε ταις δεκαεφτά με την Κυρά Φροσύνη./ ‘Αχ! χαλασμός που εγίνη!
(…)
Δια σταυρό δεν έχει χρεία / Γιατί εσταύρωσε τα χέρια’ / Είναι ήσυχη και κρύα / Δεν την έφαγαν μαχαίρια./ Τα στήθη τα χιονάτα της γήλιος δεν θα μαυρίση. / Πλυμένα με τη θάλασσα και με τα δάκρυά της / Ασπρότερα κι ολόλευκα θα να φανούν στην κρίση./ Το κύμα πλένει το κορμί, τα δάκρυα την καρδιά της, /Η βαρυαστέναχτη ψυχή θα λάβη τη γιατριά της.
(δημώδες ή, μάλλον, ψευτο-δημώδες…) Συνέχεια ανάγνωσης «Η κυρά Φροσύνη και ο Αλή πασάς»