Απόψεις

Αριστερά, Οικολογία και πατριωτισμός 

Η ΦΥΣΗ, Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ

Τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης έχουν διττή προέλευση: από τη μια η πρωταρχική, της φύσης και από την άλλη η δευτερογενής, της παράδοσης και του πολιτισμού. Μέσα σε κάθε άνθρωπο πραγματοποιείται μια σύμμειξη, ένα ανακάτεμα. Το αμάλγαμα που προκύπτει έχει αμέτρητες παραλλαγές, αλλά έναν κοινό παρονομαστή: στη ζωή μέσα στις ανθρώπινες κοινότητες, κυριαρχούν με μεγάλη άνεση οι χαρακτήρες που μεταβιβάζονται από την παράδοση και τον πολιτισμό, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές αλλά και τις προσωπικές σχέσεις.

Η κληρονομιά της φύσης περιλαμβάνει πλήθος στοιχεία τα οποία αγνοούνται από τον άνθρωπο, όπως ο φυσικός χώρος, το κλίμα, οι εναλλαγές των εποχών, η διαδοχή μέρας και νύχτας κλπ. Τα φυσικά αυτά δεδομένα συνήθως απωθούνται (περιθωριοποιούνται) από άλλα, του πολιτισμού και της παράδοσης: δομές και σχέσεις εξουσίας, κυρίαρχα και δευτερεύοντα πολιτισμικά μοντέλα, τάση καθυπόταξης ή αγνόησης της φύσης, πχ με τις μέγα-πόλεις, των φυσικών πόρων – με τον ασύδοτο καπιταλισμό (και ο τέως υπαρκτός σοσιαλισμός μια καπιταλιστική παραλλαγή ήταν), των λαών του πλανήτη, με την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση και κυριαρχία. Η επεκτατική – κατακτητική τάση που κληρονόμησε ο άνθρωπος ως φυσικό ον, μεταλλάχτηκε ήδη μέσα από τον πολιτισμό και την παράδοση στο βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης παρουσίας επί της γης: την αχαλίνωτη ροπή για επέκταση και κυριαρχία.

Η σχέση αυτή προϋποθέτει δύο πλευρές, τους κυρίαρχους (ΗΠΑ και μερικές ακόμα χώρες – εφαλτήρια για το κεφάλαιο) και τους κυριαρχούμενους (τη μεγάλη πλειονότητα των λαών του πλανήτη) – καθώς και μια ενδιάμεση buffer zone, στην οποία ανήκει και η όμορφη χώρα μας.

Η επιλογή πολιτικής πρότασης σήμερα, στον κόσμο που άρχισε να συνηθίζει στην ιδέα ότι πρέπει να βλέπει τις αντιφάσεις του και να μην τις κουκουλώνει κάτω από ιδεολογικές πομφόλυγες, μοιάζει κάπως με την προσπάθεια για τετραγωνισμό του κύκλου. Και ο λόγος είναι ότι οι κοινωνίες και οι λαοί κινούνται με εντελώς διαφορετικές ταχύτητες, συγκριτικά μεταξύ τους. Άλλες κοινωνίες (μεγάλα τμήματά τους, για να είμαστε ακριβείς) ζουν ήδη την εποχή της μετα-εθνικής πραγματικότητας και άλλες παλεύουν ακόμα τα προβλήματα της ταυτότητας και της εθνικής ολοκλήρωσης. Συνυπάρχουν η αντίληψη και το κεκτημένο της απόλυτης πολιτικής ελευθερίας, με την πιο βάναυση καταστολή, είτε σε πλανητικό επίπεδο (από την αυτοκρατορία) είτε σε τοπικό, από τους καθέκαστα δυνάστες. Στο εσωτερικό όλων των κοινωνιών, παρατηρούμε αντίστοιχες αντιφάσεις. Η ελληνική κοινωνία, ας πούμε, διαθέτει ταυτόχρονα και μετα- εθνική / κοσμοπολίτικη διανόηση και μεγάλα στρώματα πληθυσμού που αντιμετωπίζουν τα προβλήματα (εθνικά, πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά) με τους όρους της δεκαετίας του 1830 και του 1920. Και, στο σύνολό της, εξακολουθεί να εκδηλώνει σταθερά μια λογική ασυγκράτητου αποικιοκράτη για το σημαντικότερο «έχειν» της, δηλαδή τον τόπο, τη θάλασσα, τα νερά, τον αέρα της. Την ίδια ώρα που κάποιες κοινωνικές μειονότητες (πχ ομοφυλόφιλοι) κάνουν αποφασιστικά βήματα χειραφέτησης, κάποιες άλλες (πχ Ρομά) εξακολουθούν να ζουν σε συνθήκες των αρχών του προηγούμενου αιώνα.

Τα παραπάνω αναφέρθηκαν σχεδόν τηλεγραφικά, σε μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα προσπαθήσω να απαντήσω στο βασικό ερώτημα του παρόντος κειμένου: Η ελληνική αριστερά και ο χώρος της πολιτικής οικολογίας, μπορεί /πρέπει να έχουν πατριωτικά χαρακτηριστικά;

Είναι προφανές ότι το ερώτημα και μόνο κάνει να αγανακτούν πολλούς παραδοσιακούς αριστερούς, πολλών παραλλαγών της «μαρξιστικής» αλλά και της «ανανεωτικής – εναλλακτικής» αριστεράς: Πως μπορούμε να μιλάμε για πατριωτική αριστερά σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα;

Αν οι ανθρώπινες σχέσεις (τελικά, η Ιστορία) καθοριζόταν αποκλειστικά από την φυσική προέλευση του ανθρώπου, πράγματι δεν θα είχε νόημα να συζητάμε για πατριωτισμό γενικά – ούτε βέβαια για αριστερό πατριωτισμό. Η παράδοση και ο πολιτισμός, άλλα υποδεικνύουν: Η μοναδική περίπτωση στον 20ο αιώνα που η ελληνική αριστερά έγινε (ή παραλίγο να γίνει) ηγεμονική πολιτική δύναμη στον τόπο ήταν στη διάρκεια της Κατοχής, όταν πρόβαλε ως πρωταρχικός ο πατριωτικός της χαρακτήρας. Αντίθετα, όσες φορές κυριάρχησαν «διεθνιστικές» ή «ταξικές» αντιλήψεις, ο λόγος της αριστεράς παρέμεινε περιθωριακός (δράση στη Μικρασιατική εκστρατεία, θέσεις για τη Μακεδονία, σε διάφορες φάσεις κλπ) Είναι χαρακτηριστική η πολιτική χρεωκοπία των τροτσκιστών, οι οποίοι επί Κατοχής καλούσαν σε αποχή των Ελλήνων από τον «ιμπεριαλιστικό πόλεμο».

Η πάγια και αυτο-χειριαστική αδυναμία όλων των ιστορικών εκδοχών της ελληνικής αριστεράς σε ολόκληρο τον εικοστό αιώνα ήταν ο ετεροκαθορισμός της πολιτικής τους. Ο «διεθνισμός» και η «ταξικότητα» ήταν πάντοτε φραστικές προκαλύψεις για την άκριτη ταύτιση είτε με τη μητέρα πατρίδα (ΕΣΣΔ) είτε με άλλα σημεία αναφοράς. Οι αμαρτίες αυτές δεν αφορούν βέβαια την πολιτική οικολογία, αλλά, πιθανόν λόγω της αριστερής προέλευσης πολλών στελεχών του χώρου, εκδηλώνονται παρόμοιες πολιτικές (σημ: το κείμενο είναι του 2007)

Ο πατριωτικός χαρακτήρας για την αριστερά και την πολιτική οικολογία προκύπτει ως αβίαστη πολιτική επιλογή, αν θεωρήσουμε την πολιτική πράξη / ενέργεια ως απευθυνόμενη σε πραγματικούς ανθρώπους και όχι σε (φανταστικά, εν πολλοίς) προϊόντα ιδεολογικών εργαστηρίων.

ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΕΙΣ

Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμες ορισμένες αποσαφηνίσεις: Η επιλογή της αυτοκατάφασης (= είμαι Έλληνας) δε σημαίνει καθόλου ότι εξαιτίας της προκύπτει οποιαδήποτε αρνητικότητα προς τους άλλους (αυτό είναι εθνικισμός – κατ’ εξοχήν σημείο πολιτικής ανωριμότητας) Αντίθετα, η αυτοκατάφαση ευνοεί τις ισότιμες σχέσεις / ανταλλαγές με τους άλλους, χωρίς καταδικαστικά σύνδρομα μειονεξίας. Οδηγεί επίσης στην Ομηρική και στη Θουκυδίδεια αντίληψη για την υπεράσπιση της πατρίδας, δηλαδή της αναγνωρίσιμης και κοινά αποδεκτής ιδιοπροσωπίας των ανθρώπων. Με τη διευκρίνιση πως η Ομηρική και Θουκυδίδεια αντίληψη για την υπεράσπιση της πατρίδας δεν πρέπει να εκφράζεται (όπως… τότε) με αντίθεση σε ό,τιδήποτε νέο / διαφορετικό. Ίσα ίσα που ένα από τα σοβαρότερα ζητούμενα της πολιτικής πράξης για την αριστερά και την πολιτική οικολογία (όπως τη φαντάζομαι εγώ) είναι να μπορεί να ενσωματώνει / δέχεται το νέο και διαφορετικό, χωρίς να χάνει τη μπάλα (= να αδιαφορεί για τους ανθρώπους για /με τους οποίους οφείλει να κάνει πολιτική).

Η έννοια της πατρίδας, όπως την καταλαβαίνω, δεν περιορίζεται στο αφελές «πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία» και του πατριωτισμού στα εξίσου αφελή «αγαπάω το χωριό μου, τους συγγενείς και τους φίλους μου» ή «αγαπάω τους Έλληνες». Πατρίδα σημαίνει και τόπος και ου-τόπος (= τρόπος) και παράδοση και πρόγονοι και απόγονοι και γλώσσα και ιστορία και μύθος. Όλα μαζί, χωρίς να περισσεύει τίποτα. Τι απ’ όλα αυτά είναι «υλικό» και τι κινείται στο χώρο του «φαντασιακού» δεν έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία – και αφορά κυρίως τους τεχνοκράτες της ιστορίας και της κοινωνιολογίας και την προσπάθειά τους να το προσδιορίσουν και να το ταξινομήσουν. Όχι τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι ζυμωμένοι με όλα αυτά και στους οποίους απευθύνεται ο πολιτικός λόγος. Ο πατριωτισμός σίγουρα είναι ατομική υπόθεση, αλλά ολόκληρη η ιστορία του 19ουκαι του 20ου αιώνα μας δείχνει ότι, για τους Έλληνες, λειτουργεί και ως κοινός τρόπος αντίληψης των πραγμάτων – έστω με μεγάλες (κάθε φορά) εξαιρέσεις/ αντιθέσεις. Η συλλογική συνείδηση (μπορούμε να την πούμε και «ταυτότητα») μπορεί να είναι «τεχνητή», αλλά δεν παύει να είναι μια πραγματικότητα, την οποία η πολιτική πρέπει να χειρίζεται (και να την κατευθύνει) αντί να την αγνοεί και να την εξορκίζει. Και αυτό θα ισχύει τουλάχιστο μέχρις ότου καταργηθούν τα εθνικά κράτη, δηλαδή ισχύει απολύτως για το παρόν και για το ορατό μέλλον.

Κάποιοι μπορεί να θεωρήσουν αυτή τη θέση ως κυνική ή χρησιμοθηρική. Κάποτε όμως πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αν θέλουμε να κάνουμε πολιτική για τους πραγματικούς ανθρώπους και όχι για κάποια φανταστικά, ανύπαρκτα όντα, που εναρμονίζονται αδιαμαρτύρητα με τις αφετηριακές ιδεοληψίες των «πολιτικών». Αν θέλουμε να κάνουμε πολιτική που να οδηγεί σε αποτελέσματα – και αν δεν μας αρκεί η αλληλοεπιβεβαίωση στα πλαίσια μιας πολιτικής σέχτας/ στείρας «πρωτοπορίας». Η αριστερά της μυθολογικής σκέψης, που δεν πήρε ποτέ υπόψη σε ποιους απευθύνεται, έχει αποτύχει αναφανδόν – εύχομαι να μη τη μιμηθεί και η πολιτική οικολογία. Γιατί αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα έχουν χαθεί πολύ σημαντικότερα πράγματα από τις ταυτότητες, τους εθνικισμούς και τα αντίθετά τους.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να θυμηθούμε την εκλογική (και πολιτική) νίλα που υπέστησαν οι Γερμανοί Πράσινοι, όταν στις πρώτες εκλογές μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών αποφάσισαν να σνομπάρουν το λαϊκό αίσθημα, επιλέγοντας να μιλήσουν αποκλειστικά «για το κλίμα».
Είναι δεδομένο ότι στον ελληνικό χώρο (δηλαδή στα όρια του ελληνικού κράτους) υπάρχουν και άλλες εθνοφυλετικές ομάδες, πλην των Ελλήνων. Η αριστερά και η πολιτική οικολογία δεν έχουν κανένα λόγο να ακολουθήσουν την παλαιοδεξιά κομπλεξική πρακτική και να θέλουν να τις κρύψουν ή να τις ισοπεδώσουν. Αντίθετα, θα πρέπει να υποκινούν το δικό τους πατριωτισμό, τονίζοντας ότι η Ελλάδα είναι και δική τους πατρίδα. Από την άλλη μεριά, πρέπει να μην παραβλέπουν/ υποτιμούν και να αντιτίθενται σταθερά στις όποιες προσπάθειες για μετατροπή των μειονοτήτων στον ελληνικό χώρο, σε προγεφυρώματα εθνικιστικής πολιτικής, για λογαριασμό γειτονικών χωρών. Και οι δύο πλευρές αυτής της στάσης είναι εξίσου σημαντικές.

Τέλος, ανάμεσα στις πολλές ρήξεις με το παρελθόν που πρέπει να κάνει η αριστερά του μέλλοντος (εδώ εννοώ την πολιτική οικολογία, κατά κύριο λόγο – αλλά και μια υποθετική, ανύπαρκτη προς το παρόν, μη μαρξιστική / σταλινική αριστερά) είναι να απορρίψει αναφανδόν τις αγκυλώσεις της ως προς την ανάγνωση της ιστορίας και να ξαναδιαβάσει χωρίς παραμορφωτικά γυαλιά τη σύγχρονη ιστορία των Ελλήνων. Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, ο Εμφύλιος 1943-49 και το Κυπριακό είναι τρία μονάχα από τα μεγάλα ανοιχτά κεφάλαια. Αργά ή γρήγορα οι Έλληνες θα πρέπει να τα (ξανα)διαβάσουν – και η αριστερά του μέλλοντος (όπως την προσδιόρισα) θα αυτοκτονήσει πολιτικά για μια ακόμα φορά αν αφήσει να κάνουν την ανάγνωση οι εθνικιστές, οι ακροδεξιοί και το παπαδαριό της χώρας. Η αριστερά ή θα είναι πατριωτική ή δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά, ως σημαντική πολιτική συνιστώσα – το αυτό ισχύει και για την πολιτική οικολογία, η οποία φαίνεται (βλ. την πρόσφατη πολιτική στάση της απέναντι στο θέμα του ονόματος της ΠΓΔΜ) ότι κληρονομεί / ενσωματώνει αυτοκαταστροφικές επιλογές καταγγελίας του εγχώριου και ταυτόχρονης υποστήριξης του αλλοδαπού εθνικισμού.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Για μένα η ελληνικότητα (δηλαδή αυτό που είμαι / θέλω να είμαι / νομίζω ότι είμαι) προηγείται της πολιτικής (δηλαδή του τρόπου με τον οποίο θέλω να κάνω τη ζωή καλύτερη για τους ανθρώπους / να παρέμβω στο χειρισμό των προβλημάτων), χωρίς να έχει την παραμικρή αντίθεση μαζί της. Η προσπάθεια να υπηρετηθεί το δεύτερο, με αγνόηση /υποτίμηση / καταγγελία του πρώτου, απλώς δεν έχει νόημα. Όλη η τιτάνια (αποτυχημένη) προσπάθεια που έκαναν εκατομμύρια αριστεροί στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, το επιβεβαιώνει. Ας μη προσπαθούμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, για το ίδιο λάθος και στον 21ο! Κανείς δε μπορεί να υποδείξει στους ανθρώπους αν πρέπει να αγαπάνε το χωριό τους / την πατρίδα τους. Αλλά αν η πολιτική της αριστεράς και της πολιτικής οικολογίας αγνοεί /βάζει ως στόχο/ χλευάζει αυτή την αγάπη, τότε πρόκειται για μια από χέρι αποτυχημένη πολιτική.

Πηγή: Αριστερά, Οικολογία και πατριωτισμός | Η καλύβα ψηλά στο βουνό

*

Από τα σχόλια στην ανάρτηση της καλύβας

Η πατρίδα δεν ταυτίζεται με το έθνος – κράτος. Μπορεί κάλλιστα να είναι πολυεθνική, πολυφυλετική. Η υποστήριξη μιας κρατικής οντότητας είναι πολιτική επιλογή, η αγάπη για την πατρίδα υπαρξιακή ανάγκη. Τα σύνορα είναι αυθαίρετα, δεν μπορεί κανείς να επικαλείται το σεβασμό τους για ηθικούς λόγους – μόνο για πολιτικούς. Η πατρίδα δεν έχει σύνορα, είναι ου-τόπος, ουτοπία.

Κι όμως, προς μεγάλο σκανδαλισμό των ορθολογιστών, αυτός ο ου-τόπος αποτελεί διαχρονικό και πολυσύχναστο πεδίο φανέρωσης της ταυτότητας και συνάντησης των ανθρώπων – και των Ελλήνων. Και αυτό έχει αυτονόητη (και εξαιρετικά μεγάλη) πολιτική σημασία. Κατά συνέπεια ο πατριώτης μπορεί κάλλιστα να διαφωνεί και να αντιτίθεται σε πολιτικές επιλογές του έθνους – κράτους, χωρίς αυτό να επηρεάζει στο ελάχιστο την υπαρξιακή του σχέση με την πατρίδα –ουτοπία. Και, σε μια προέκταση αυτής της παραδοχής, ο πατριώτης είναι (μπορεί να είναι) αυθεντικότατος κοσμοπολίτης!

Τι άλλο παρά πατριώτες ΚΑΙ κοσμοπολίτες ταυτόχρονα ήταν ο Έλληνας Ρήγας, ο Ιταλός Γαριβάλδης, οι ευρωπαίοι εθελοντές στην ελληνική Επανάσταση του 1821, οι εθελοντές στην Ισπανική Επανάσταση του 1936, αλλά και ο Τσε Γκεβάρα;

Πρέπει λοιπόν να διακρίνουμε την αγάπη προς την πατρίδα, από τη σχέση (που μπορεί να είναι άλλοτε άλλη) με το έθνος – κράτος και τους πολιτικούς / κοινωνικούς / οικονομικούς του καταναγκασμούς.

Ο πατριωτισμός έχει τόση σχέση με τον εθνικισμό, όση και ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Ο πατριώτης αγαπάει – ο εθνικιστής μισεί. Ο πατριωτισμός επιθυμεί την ενότητα και την ανταλλαγή, ο εθνικισμός την επιβολή και την περιχαράκωση. Ωστόσο, η σύγχυση είναι συχνή, καθώς οι μηχανισμοί του έθνους –κράτους προωθούν τον εθνικισμό (συνήθως) υπό το άλλοθι του πατριωτισμού.

Το πολιτικό πρόβλημα για την αριστερά και την οικολογία είναι όχι να αποδεχτεί θεωρητικά την ύπαρξη και τη δυναμική του πατριωτισμού, αλλά πώς θα καταφέρει να συνδυάσει αυτή την υπαρκτή δυναμική με πολιτικά προγράμματα για την οικονομία, το περιβάλλον, τις κοινωνικές δομές. Κι αυτό θα πρέπει να το καταφέρει έχοντας μόνιμα ανοιχτό μέτωπο με τους εθνικισμούς, όπου (στα πλαίσια όποιου έθνους- κράτους) κι αν εκδηλώνονται αυτοί.

αφτερ:

Πατριωτισμός χωρίς συγκεκριμένο πολιτικό σκεπτικό και Αριστοτελική λογική θεμελίωση είναι ιδεολογία. Δηλαδή ψευδής συνείδηση.

Ισχύει και το αντίστροφο: πατριωτισμός με συγκεκριμένο πολιτικό σκεπτικό και με Αριστοτελική λογική θεμελίωση είναι ιδεολογία. Δηλαδή ψευδής συνείδηση.

Ποιος βάζει τα κριτήρια; Ποιος αξιολογεί αν η θεμελίωση είναι γερή ή μπάζει; Υπάρχει κάποιου είδους αντικειμενικότητα σε όλο αυτό – ειδικά στην εποχή μας, όπου η Αριστοτελική λογική έχει τόσο γερούς αντιπάλους;

Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι ότι η «ψευδής συνείδηση» δημιουργεί αληθινά πολιτικά γεγονότα – η ακολουθία των οποίων πολλές φορές αυτονομείται από την αρχική της αφετηρία.(…)

…τα προβλήματα είναι διεθνικά και (σε κάθε περίπτωση) είναι εντελώς αδύνατον να λυθούν σε στενά, επιμέρους, πλαίσια.

Δεν νομίζω όμως ότι υπάρχει ο παραμικρό περιθώριο να συζητάμε για ένα «ευρωπαϊκό [μεγα]-κράτος» σήμερα: η Ευρώπη βαδίζει στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση!

Τέτοια μεγάλα κρατικά μορφώματα υπήρξαν πολλά στην Ιστορία. Όλα όμως είχαν μια σαφή πηγή εξουσίας εντός τους, η οποία επικυριαρχούσε.

Για να συζητήσουμε σοβαρά για «ευρωπαϊκό κράτος» (που θα επιλύσει αποτελεσματικότερα τα προβλήματα που δημιουργεί η κρίση) πρέπει να εξασφαλιστεί ότι αυτό δεν θα είναι το άλλοθι για μια νέας μορφής επικυριαρχία.

Τέτοια προοπτική δεν υπάρχει σήμερα, ούτε καν στο βάθος του ορίζοντα. Προσωπικά θεωρώ (επιπλέον) ότι η «Ενωμένη Ευρώπη» είναι ήδη ξεπερασμένος (και άνευ αξίας) στόχος – αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.

Προτιμώ, λοιπόν, να εμβαθύνουν οι Ευρωπαίοι την διακρατική τους συνεργασία, η οποία μπορεί να έχει συγκεκριμένα (απτά) αποτελέσματα, αντί να πετάνε τη μπάλα στην εξέδρα επικαλούμενοι μελλοντικούς λαγούς με πετραχήλια.

…ο εθνικισμός υπήρξε γόνιμος ιστορικά, πχ όταν ξεθεμελίωνε την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επειδή όμως κάθε τι περικλείει και το αντίθετό του, ο εθνικισμός πάλι ήταν (είναι) η αφετηρία για απερίγραπτα εγκλήματα – μέχρι γενοκτονίες.

ἔστιν καὶ ἔσται (το λοιπόν) πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα – εννοώ στην κριτική μας προσέγγιση του θέματος: σήμερα ο εθνικισμός είναι μεγάλη ζημιά.

Για να στο πω και αλλιώς, εθνικισμός είναι ο πατριωτισμός των κομπλεξικών, αυτών που έχουν πρόβλημα με τον ίδιο τους τον εαυτό. Ενίοτε, ανίατο.

*

http://kondylis.wordpress.com/2009/01/06/mondialisation/
« Λέγεται ότι οι ψυχοπνευματικές συνέπειες θα συμβάλουν στην αποδυνάμωση των εθνικών πολιτισμών και επομένως των συγκρούσεων που οφείλονται σε εθνικές και πολιτισμικές αιτίες. Αν η οικουμενική εξίσωση του τρόπου ζωής των ανθρώπων θα διαμορφώσει αναγκαστικά έναν ενιαίο παγκόσμιο πολιτισμό, δεν χρειάζεται να το εξετάσουμε εδώ. Πάντως ο παγκόσμιος αυτός πολιτισμός θα αποτελούσε εγγύηση για την ειρήνη μονάχα αν στο παρελθόν οι αιματηρές συγκρούσεις είχαν γίνει αποκλειστικά μεταξύ εθνικά και πολιτισμικά διαφορετικών συλλογικών υποκειμένων. […] το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί η οικονομική και πολιτισμική παγκοσμιοποίηση είναι η μετατροπή όλων των πολέμων σε εμφυλίους πολέμους»

http://cosmoidioglossia.blogspot.gr/2013/06/blog-post_7016.html
«παρά τη μικρότερη ή μεγαλύτερη σύμφυρση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής εξ αιτίας της γενικής αποδοχής των οικουμενικών ηθικών αρχών διόλου δεν θα επέλθει υποχρεωτικά η κατάργηση των ορίων μεταξύ τους και επομένως και η κατάλυση του κυρίαρχου κράτους. Μάλλον θα συμβεί και εδώ ό,τι και με τη διαπλοκή των οικονομιών: τα σύνορα γίνοται (πολύ) πιο διαβατά, όμως δεν πέφτουν, αλλά παραμένουν κάπου στο βάθος, ως ultima ratio σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Το κυρίαρχο κράτος απέχει ακόμα σήμερα πολύ από το να έχει απεμπολήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό του, ώστε να μην μπορεί οποτεδήποτε να πάρει πίσω ότι εκχώρησε με τη θέληση του σ’ αυτήν ή την άλλη μορφή – αν βέβαια διαθέτει την έμπρακτη ισχύ για να το κάμει […] Αναμφίβολα, μέσα στις ανεπτυγμένες μαζικές δημοκρατίες συχνά γεννιέται η εντύπωση ότι η κρατική εξουσία έχασε το αδιαφιλονίκητο κύρος της, ότι κράτος και ιδιώτες βρίσκονται πάνω στο ίδιο επίπεδο ή ότι η διάδοση ηδονιστικών στάσεων υπονομεύει τα ιδεολογικά και ψυχολογικά θεμέλια του κράτους. Εδώ πρέπει να πούμε δυο πράγματα. Πρώτον, πρέπει να υπογραμμισθεί η δομική αναγκαιότητα τέτοιων φαινομένων για τη λειτουργία της μαζικής δημοκρατίας ως οικονομίας και ως θεσμικού πλέγματος’ βέβαια, δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν όλες οι παρενέργειες και τα συμπαρομαρτούντα τους, ωστόσο πολλοί κοινωνικοί σχηματισμοί στην ίσαμε τώρα ιστορία αποδείχθηκαν ανθεκτικοί, μολονότι έζησαν με αμφιλεγόμενους θεσμούς και επαμφοτερίζουσες κοινωνικές στάσεις. Δεύτερον, δεν είναι σωστό να θεωρούνται φαινόμενα, τα οποία δίνουν εξωτερικά τον τόνο σε σχετικά ήσυχες και ευημερούσες εποχές, ως καίρια ή αποφασιστικά σε κάθε μελλοντική κατάσταση. Το κυρίαρχο κράτος θα κάνει έντονα αισθητή τη παρουσία του μέσα στην ανεπτυγμένη μαζική δημοκρατία, όταν στον ορίζοντα προβάλει κάποιος εσωτερικός ή εξωτερικός κίνδυνος ή όταν μια ξαφνική μεταβολή της συγκυρίας επιβάλλει αναπροσανατολισμούς»

Παναγιώτης Κονδύλης: Το έθνος στην πλανητική εποχή – Tο μέλλον του έθνους στην Eυρώπη του αύριο
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2013/06/t-e.html

« το ζήτημα δεν είναι αν «το έθνος», γενικά κι αφηρημένα, μπορεί να επιβιώσει ή όχι, αλλά αν τούτο ή εκείνο το υφιστάμενο έθνος εκπληρώνει ή όχι τους όρους της βιώσιμης πολιτικής μονάδας μέσα στην πλανητική εποχή. Από αυτήν τη σκοπιά, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικά μέτρα και σταθμά από έθνος σε έθνος, από ήπειρο σε ήπειρο κι από περιοχή σε περιοχή. H Κίνα λ.χ. δεν πιέζεται πολιτικά να επιλέξει ανάμεσα στην εθνική και στην πλανητική βιωσιμότητά της, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα παραμείνει ενιαίο συγκεντρωτικό κράτος. Στην άλλη άκρη του φάσματος βρίσκονται εθνικά κράτη, τα οποία τελούν υπό έμπρακτη πολιτική και οικονομική εξάρτηση»

Tο μέλλον του έθνους στην Eυρώπη του αύριο
« Aπό τη σκοπιά ενός οικονομιστικού φιλελευθερισμού (με τον οποίο ταυτίζεται έμπρακτα η κοσμοπολίτικη «αριστερά», μολονότι συνεχίζει να χρησιμοποιεί χειραφετητικές κενολογίες), φαίνεται ότι το ζήτημα του έθνους και του εθνικισμού θα λυθεί από μόνο του χάρη στη διαπλοκή των οικονομικών και στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. […] Δεν επιθυμούμε εδώ να υπενθυμίσουμε τα βάσιμα επιχειρήματα, τα οποία διατυπώθηκαν στην κοινωνιολογική συζήτηση των τελευταίων δεκαετιών εναντίον όσων προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τη «συλλογική δράση», με αφετηρία την οικονομική στάθμιση οφέλους και ζημίας. Aς δούμε καλύτερα το πράγμα από τη σκοπιά του ζητήματος της κατανομής. Ακόμα κι αν περιοριστούμε στο οικονομικό αυτό κριτήριο, διόλου δεν αποκλείεται η πιθανότητα ότι το τάδε ή το δείνα ανθρώπινο σύνολο αντιλαμβάνεται το έθνος και την αντίστοιχη μορφή πολιτικής οργάνωσης ως το καλύτερο μέσο προάσπισης των συμφερόντων του• η άσκηση πολιτικής με στόχο την προάσπιση οικονομικών συμφερόντων θα μπορούσε να συνδεθεί τελεσφόρα με εθνικιστικά ιδεολογήματα. Αν πάλι το έθνος θεωρηθεί ξεπερασμένο, τότε η συλλογική οντότητα θα πρέπει να διευρυνθεί και να επιλέξει μιαν άλλη μορφή οργάνωσης της πολιτικής μονάδας. Όμως πάντοτε θα υπάρχουν και θα δρουν συλλογικές οντότητες με σκοπό να διασφαλίσουν για τον εαυτό τους πλεονεκτική θέση στον αγώνα κατανομής, εκτός πια κι αν καταστεί περιττή κάθε πολιτική οργάνωση. […] Το αν και πώς θα διατηρηθεί το έθνος ως πολιτική ή και πολιτισμική μονάδα δεν εξαρτάται λοιπόν από κάποιαν εγγενή και αμετάβλητη ουσία του, αλλά από τις μακροπρόθεσμες απαιτήσεις της πλανητικής κατάστασης ακριβέστερα: από τον τρόπο, με τον οποίο τα ενεργά υποκείμενα θα αντιληφθούν και θα αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις αυτές. »

http://kondylis.wordpress.com/2010/08/02/illusions/

οι μυθολογίες, ακόμα και οι πιο αυθαίρετες, είναι δυνατό να επιδράσουν θετικά στην εθνική ζωή κινητοποιώντας και συσπειρώνοντας δυνάμεις. Όμως προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι μια αντικειμενική εθνική ζωτικότητα, μια πλησμονή χειροπιαστής ισχύος, η οποία επιτρέπει σ’ ένα έθνος να κινείται, θα λέγαμε, στο ύψος των ψευδαισθήσεών του. Όπου αντίθετα το έθνος συρρικνώνεται και φθίνει, εκεί η διάσταση ανάμεσα σε εθνική μυθολογία και εθνική πραγματικότητα έχει, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, μοιραίες συνέπειες
[..]
Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η συνήθης αντιπαράθεση των εκσυγχρονιστικών τάσεων προς την καλλιέργεια της εθνικής παράδοσης είναι απλουστευτική και παραπλανητική. Μονάχα η ευόδωση της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας επιτρέπει την επιτυχή άμιλλα με άλλα έθνη και έτσι χαρίζει την αυτοπεποίθηση εκείνη, η οποία επιτρέπει την απροβλημάτιστη αναστροφή με την εθνική παράδοση και καθιστά ψυχολογικά περιττό τον πιθηκισμό.
[…]
η ανικανότητα ενός έθνους να συναγωνισθεί τα άλλα σε ό,τι σήμερα — καλώς η κακώς — θεωρείται κεντρικό πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας θέτει σε κίνηση έναν διπλό υπεραναπληρωτικό μηχανισμό: τον πιθηκισμό ως προσπάθεια να υποκαταστήσεις με επιφάσεις ό,τι δεν κατέχεις ως ουσία και την παραδοσιολατρία ως αντιστάθμισμα του πιθηκισμού. Απ’ αυτή την άποψη, ο πτωχοπροδρομικός ελληνοκεντρισμός και ο κοσμοπολίτικος πιθηκισμός αποτελούν μεγέθη συμμετρικά και συναφή, όσο κι αν φαινομενικά εκπροσωπούν δύο κόσμους εχθρικούς μεταξύ τους.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Αριστερά, Οικολογία και πατριωτισμός ”

Σχολιάστε