Αλάτι - πιπέρι

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ 13

Του Αντώνη Ματζάρη
Ο παραθερισμός και οι διακοπές γινόταν τότε σε μέρη, που ήταν κοντά στην πόλη και τέτοια μέρη ήταν η Περαία, οι Νέοι Επιβάτες, η Αγία Τριάδα κατά κύριο λόγο και κατά δεύτερο λόγο η Μηχανιώνα και η Επανομή. Η Χαλκιδική μέχρι και τη δεκαετία του 60
ήταν τόπος άγνωστος.
Όταν βρισκόντουσαν οι παραθεριστές, δημιουργούσαν παρέες μεταξύ τους ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια, την γνωριμία από την κοινή φοίτηση των παιδιών τους (Αμερικάνικο κολέγιο, Καλαμαρί, Δημόσιο) και την επαγγελματική τους κατάσταση. Τα παιδιά αυτών των οικογενειών συγκροτούσαν δικές τους παρέες, έξω από τα κοινωνικά όρια των γονιών τους. Σαυτές τις παρέες μπαίναμε μερικές φορές και εμείς οι Περαιώτες.
Αρκετά παιδιά της ηλικίας μου είχαμε περάσει στο Πανεπιστήμιο πράγμα που μας έδινε μια ψευδαίσθηση αυτοπεποίθησης για να μας δεχθούν ισότιμα στην παρέα τους. Βέβαια εμείς δεν κάναμε διακοπές δουλεύαμε είτε στα χωράφια είτε όπως εγώ στο ξυλουργείο του πατέρα μου, επάγγελμα, που κατέληξε αφού πέρασε ως φουρνάρης από το φούρνο της Τσιβαέρας και εγκατέλειψε την γεωργία όταν μας ψόφησε ο Κίτσος. Τότε το άλογο σε μια αγροτική οικογένεια ήταν το πιο πολύτιμο ζώο από όσα είχαμε στην αυλή μας. Το είχε δανείσει σε ένα γείτονα αυτός το ζορλάντησε με υπερβολικό φορτίο και την άλλη μέρα εκεί στην αυλή μπροστά στα μάτια μας λύγισαν τα γόνατά του και σωριάστηκε στο έδαφος. Ο πατέρας μου πήρε το κεφάλι του στην αγκαλιά και κλαίγοντας το παρακαλούσε.
-Έλα αγόρι μου σήκω, σε παρακαλώ, μη μας αφήνεις.
Μαζί του έκλαιγε και όλη η οικογένεια βλέποντάς το να τελειώνει με ένα τίναγμα των ποδιών του.
Από τότε ο πατέρας μας δεν ξαναμίλησε στο γείτονα.
Στο ξυλουργείο, που ήταν Αμπελοκήπων 21(τώρα31) δουλεύαμε μέχρι της μία μετά πηγαίναμε για μπάνιο τον Ερυθρό Σταυρό, εκεί ήταν το πρώτο μας στέκι όπου βρίσκαμε τις παρέες μας συνήθως παιδιά από την Περαία. Εκεί γινόμαστε σαν τον Απόστολο Πέτρο πριν αλέκτωρ φωνήσαι, τρις είχαμε απαρνηθεί την χωριάτικη καταγωγή μας μπας και πιάσουμε καμιά γκόμενα. Παρόλο που είμαστε γυμνασμένα και εμφανίσιμα παιδιά, καθότι ποδοσφαιριστές, παρόλες τις φιγούρες με τη μπάλα στην ακροθαλασσιά, με τις βουτιές, τα τσακνάκια και τις πυραμίδες που κάναμε στη θάλασσα μας πέφτανε μόνο κάτι νοσοκόμες από τον Ερυθρό Σταυρό, κάτι παντρεμένες δεύτερης διαλογής και υπηρέτριες. Μάλιστα κάποιοι Περαιώτες τις παντρεύτηκαν κιόλας και κάνανε σπουδαίες οικογένειες.
Αυτό κράτησε τα πρώτα χρόνια του 60, μέχρι που σμίξαμε με κάτι παιδιά από τη Θεσσαλονίκη και κάναμε στέκι τα ΚΥΜΑΤΑ. Εκεί ο Γιάννης Μύρβαλης ο μετέπειτα γνωστός από την ταβέρνα «Γιαννάκης» στην πολυκατοικία του Μιχαηλίδη, νέο γκαρσόν του Αθανασόπουλου μας άφηνε να πιάνουμε καρέκλες έτσι συγχρωτιζόμαστε αγόρια με κορίτσια της Θεσσαλονίκης. Από όλους μας αυτός που ξεσάλωνε τα καλοκαίρια ήταν ο αδελφός μου, που εμφανισιακά υπερτερούσε και δεν ήταν καθόλου επιλεκτικός μετά από το χουνέρι που του είχε κάνει η Αθηναία. Παντρεμένη, ανύπαντρη, ψηλή, κοντή, αδύνατη, χοντρή δεν έκανε διακρίσεις. Ενώ εμείς ναρκισσευόμενοι με την επιτυχία μας στο Πανεπιστήμιο είμαστε εκλεκτικοί, αυτές με τις οποίες θα κάναμε σχέση έπρεπε να είναι όμορφες και έξυπνες. Τελικά αυτές που θέλαμε εμείς, δε θέλανε εμάς. Ευτυχώς για μένα ήρθε να κάνει διακοπές στην Περαία έμενε μάλιστα στα Κύματα μια ξεχωριστή γυναίκα του έρωτα η Αμαλία, που την αναφέρω και στην ενότητα εκείνα τα καλοκαίρια του έρωτα (1 και 3).
Μετά την Αμαλία οι συναναστροφές μου με τις γυναίκες υπήρξαν άνετες και με όσες απέκτησα σχέση προσέφερα αυτό που η Αμαλία έλεγε θηλυκό έρωτα.
Ο Θηλυκός έρωτας είναι γεμάτος τρυφερότητα και Αγάπη.
Με αυτή την Αγάπη λατρεύεις τον άλλο.
Με αυτή την Αγάπη χαίρεσαι από την ευτυχία του άλλου.
Με αυτή την Αγάπη ακόμη και αν ο άλλος δεν σε αγαπά του τα δίνεις όλα με τρυφερότητα.
Αυτή η τρυφερότητα προσφέρεται με φιλί στα χέρια και χάδι στο μάγουλο.
Μέσα σαυτή τη θάλασσα του ερωτισμού που κολυμπούσαμε τα καλοκαίρια επόμενο ήταν να γνωρίσουμε και άτομα, του τρίτου φύλου.
Όταν γυρίζαμε από το μπάνιο συνήθως κοιμόμασταν στους δύο πάγκους του ξυλουργείου για να μη ενοχλούμε τους δικούς μας στο σπίτι. Μια μάρα κατά τις πέντε μπαίνουν στο ξυλουργείο τέσσερα άτομα. Ο Λάκης, ένα καλό παιδί, μηχανόβιος σκηνίτης παραθεριστής, με τον οποίο αραιά και που κάναμε παρέα ένας γαμπρός του Καντιλάκη, ένας Αθηναίος συγγενής με γνωστό Περαιώτη και ένας τέταρτος, που μας συστήθηκε ως συγγραφέας. Με τη δικαιολογία ότι ήθελε να σιάξουμε ένα παντζούρι στο σπίτι του οδοντίατρου Καντιλάκη, ο γαμπρός του μας κάλεσε να πάμε εκεί το απόγεμα της άλλης μέρας. Όταν πήγαμε είδαμε ότι ήταν οι τρεις με γυναικεία ρούχα και δεν υπήρχε κανένα παντζούρι για διόρθωση. Εκείνη τη στιγμή έφτασε και ο Λάκης τους έβρισε και μας είπε να φύγουμε. Την επόμενη μέρα ήρθε και μας ζήτησε συγνώμη γιατί και αυτόν τον εξαπάτησαν με το δήθεν χαλασμένο παντζούρι.
Ο άγνωστος τότε σε μας συγγραφέας ήταν ο Κώστας Ταχτσής.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s